Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστερίστικος -η -ο [aristerístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον (πολιτικό) χώρο ομάδων ή κομμάτων της άκρας αριστεράς: Aριστερίστικες οργανώσεις / μέθοδοι / απόψεις.
[αριστερ(ός)ΙΙ -ίστικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστερίστικος, -η, -ο [aristerístikos] (& αριστεριστικός, -ή, -ό) (L) polit
- leaning towards leftist ideas, somewhat leftist, leftish (syn αριστερίζων 1):
- αριστερίστικη εφημερίδα, οργάνωση, παρέκκλιση |
- συνασπισμός αριστερών και αριστερίστικων κομμάτων |
- η εμφανιζόμενη σαν αριστερίστικη τρομοκρατία έχει συγκεκριμένους επώνυμους στόχους |
- στη χώρα ανθούν δεκάδες αριστερίστικες ομάδες
[neol, der of αριστεριστής]
- leaning towards leftist ideas, somewhat leftist, leftish (syn αριστερίζων 1):