Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστείο το [aristío] Ο39 : βραβείο υλικό ή ηθικό που απονέμεται για εξαίρετες πράξεις ή επιδόσεις: ~ ανδρείας / επιστημών / γραμμάτων / τεχνών.
[λόγ. < αρχ. ἀριστεῖον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστείο [aristío] το, (L)
- ① medal awarded for bravery or military services to the state:
- ~ |
- το ~ του Aγώνος |
- ο απόστρατος συνταγματάρχης έλαβε εφτά αριστεία ανδρείας |
- οι αγωνισταί, οπού αγωνίστηκαν, δεν τους δώσετε ούτε ένα αριστείον (Makryg) |
- έκανα κ' εγώ μια καλή δουλειά στην Aδριατική .. μου 'δωσαν γαλόνι, ~ και τα παρόμοια (Karagatsis)
- ② ~
[fr kath αριστείον ← K, AG ἀριστεῖον]
- ① medal awarded for bravery or military services to the state: