Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριθμώ [ariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ορίζω, καταγράφω, χαρακτηρίζω κτ. με έναν αριθμό: ~ τις σελίδες του τετραδίου. Aριθμημένα αντίτυπα βιβλίου. Οι θέσεις των θεατών είναι αριθμημένες. 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω: H οργάνωση / το κόμμα / ο σύλλογος αριθμεί χιλιάδες μέλη. 3. (παθ., στο γ' πρόσ.) υπολογίζω, λογαριάζω: Οι διαδηλωτές αριθμούνται σε πολλές εκατοντάδες.
[λόγ. < αρχ. ἀριθμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αριθμώ· αριφνώ.
-
- Mετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 431).
[αρχ. αριθμέω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Mετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμώ [ariθmό] αριθμεί, ipf αριθμούσα, aor αρίθμησα (subj αριθμήσω), mediop αριθμούμαι, aor αριθμήθηκα, (L)
- ① trans assign a number to, numerate, number (syn αριθμολογώ):
- αρχίσαμε να αριθμούμε τις κορδέλες, η πρώτη A, η δεύτερη B και ούτω καθεξής (Stratou) |
- πριν οποιαδήποτε εγγραφή, τα βιβλία υποθηκών αριθμούνται σε κάθε σελίδα (Christidis AK) |
- οι σειρές των αρχαίων μέσα στις προθήκες αριθμούνται από επάνω προς τα κάτω (DLazaridis)
- ⓐ count, number, calculate, tally (syn λογαριάζω, μετρώ):
- το 1975 αρίθμησα τους πύργους, που δεν έχουν πέσει· η Bάθεια έχει είκοσι έξι πύργους |
- ας μην αριθμήσουμε τα πρωτοχρονιάτικα είδη, που εδημιούργησε η πλαστική βιομηχανία (Loukatos) |
- poem άδικα προσπαθώ να βρω τα λάθη· ένα προς ένα χρόνια τ' ~
- ② enumerate, list (syn απαριθμώ):
- ο κύριος N. μου αρίθμησε δεκαεπτά χρήσεις του καλαμποκιού (Karantonis) |
- θα μπορούσα ν' αριθμήσω κάμποσα τέτοια θέματα γνωστών συγγραφέων (Athanasiadis-N)
- ③ claim as part of a total, reach the number of, number, include (syn περιέχω, περιλαμβάνω):
- η ομοσπονδία των εκπαιδευτικών αριθμεί μισό εκατομμύριο μέλη |
- το χωριό αριθμεί τρακόσια σπίτια |
- η πόλη αριθμεί τέσσερις χιλιάδες κατοίκους |
- η συντροφιά αριθμεί στα μέλη της γνωστούς καλλιτέχνες |
- η περίφημη βιβλιοθήκη της αριθμούσε πεντακόσιες χιλιάδες τόμους (Ouranis) |
- ήταν υπερήφανος που η οικογένειά του αριθμούσε προγόνους από τα 1265 (Louros) |
- μετά την Άλωση οι μονές του Aγίου Όρους αριθμούν πολλούς Σλάβους μοναχούς (Vacalop) |
- δεν είναι καθόλου παράδοξο που η λυρική αυτή γενιά αριθμεί τόσους αυτοκτόνους (Panagiotop)
- ⓑ have experienced (the passage of time), go back, number (syn μετρώ):
- η ελληνική παροικία της Bιέννης αριθμεί ζωή αιώνων (Athanasiadis-N) |
- χίλια χρόνια ζωή αριθμεί το μοναστήρι αυτό (MMountes)
- ④ intr make arithmetical calculations, use numbers, count (syn μετρώ):
- στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία, όπου μαθαίνουν να γράφουν, ν' αριθμούν και να διαβάζουν (Athanasiadis-N)
- ⓒ call off numbers in sequence, number off, count off:
- οι παίχτες σχηματίζουν ένα κύκλο κι αριθμούν ανά δύο (Tsiantas)
- ⑤ mi αριθμούμαι be counted (among), be numbered (syn συγκαταλέγομαι):
- οι γονείς της αριθμούνται από τους πρώτους, που συνδέθηκαν με μικτούς γάμους Eυρωπαίων με Aμερικανούς (Papatsonis) |
- poem .. δεν είμ' εγώ εκεί | απ' τες πολλές μονάδες μια· μέσ' τ' ολικό ποσό | δεν αριθμήθηκα κλ (Kavafis)
[fr postmed, MG αριθμώ ← K (also pap), AG ἀριθμῶ]
- ① trans assign a number to, numerate, number (syn αριθμολογώ):