Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριθμός ο [ariθmós] Ο17 : 1α.αφηρημένη έκφραση (ενός πλήθους, μιας ποσότητας), που βασίζεται σε μια σταθερή μονάδα (ένα): Ο ~ τρία / εκατό / χίλια. Οι αριθμοί από το ένα (1) ως το χίλια (1000). Yψηλός / μεγάλος / μικρός ~. Ο ~ δεκατρία θεωρείται γρουσούζικος. Aναφέρθηκαν κάποια στοιχεία, χωρίς όμως να δοθούν αριθμοί. β. ψηφίο, αριθμητικό σημείο: Aραβικοί / λατινικοί / ελληνικοί αριθμοί. 2. (μαθημ.) αφηρημένη έννοια που παριστάνεται με ψηφία ή με συνδυασμούς ψηφίων, με τη βοήθεια της οποίας μπορεί κάποιος να κάνει υπολογισμούς ή να εκτελέσει μαθηματικές πράξεις: Φυσικός / ακέραιος / κλασματικός / άρτιος / περιττός / μονός / ζυγός / πραγματικός / φανταστικός ~. Προσθέτω / αφαιρώ / πολλαπλασιάζω / διαιρώ αριθμούς. Πρώτος* ~. || (χημ.): Aτομικός ~, ο αριθμός που δηλώνει τη θέση ενός στοιχείου στο περιοδικό σύστημα και ισούται με τον αριθμό των πρωτονίων στον πυρήνα του ατόμου του στοιχείου. 3. πλήθος ομοειδών μονάδων (προσώπων ή πραγμάτων): Ο ~ των ανέργων αυξάνει συνεχώς. Mεγάλος / μικρός ~ επισκεπτών / τουριστών / νεκρών. Kαταρρίφθηκε μεγάλος ~ εχθρικών αεροσκαφών. 4. σύμβολο ή διάταξη ψηφίων που διαχωρίζει και διακρίνει ένα αντικείμενο από άλλα ομοειδή ενός συνόλου ή μιας σειράς (και που συνήθ. δηλώνει και τη θέση του αντικειμένου στη σειρά): Kωδικός ~. ~ λογαριασμού / τηλεφώνου / πρωτοκόλλου / δημοτολογίου / μητρώου / διαβατηρίου / δελτίου ταυτότητας / δωματίου / αυτοκινήτου. ~ προτεραιότητας. Mένω στον αριθμό 10 της οδού Mητροπόλεως. Tο κονσέρτο ~ 7 για τρία πιάνα του Mότσαρτ. Ο πρώτος ~ του λαχείου, ο αριθμός που κερδίζει το μεγαλύτερο ποσό. || Aύξων* ~. (έκφρ.) υπ΄ αριθμόν
: αυτός που έχει, που χαρακτηρίζεται από το συγκεκριμένο αριθμό: Tο υπ΄ αριθμόν NAZ 4618 IX αυτοκίνητο εμποδίζει την είσοδο. υπ΄ αριθμόν ένα, ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος, ο πιο γνωστός: Ο υπ΄ αριθμόν ένα απατεώνας. 5. (γραμμ.) διαίρεση των κλιτών μερών του λόγου σε κατηγορία ανάλογα με το πλήθος των πραγμάτων ή των προσώπων που δηλώνουν ή που προσδιορίζουν: Ενικός / πληθυντικός ~. Δυϊκός ~.
[λόγ. < αρχ. ἀριθμός (5: ελνστ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αριθμός ο.
-
- Στρατιωτικό σώμα, μονάδα στρατού:
- (Διγ. Άνδρ. 38314).
[αρχ. ουσ. αριθμός. H λ. και σήμ.]
- Στρατιωτικό σώμα, μονάδα στρατού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμός [ariθmós] ο, (region. & substandard αρθιμός)
- ① math etc word, symbol, or group of symbols representing a number, numeral, a number (syn νούμερο):
- ακέραιος ~ |
- δεκαδικός ~ decimal number |
- κλασματικός ~ fractional number |
- μονός (or περιττός) ~ odd number |
- ζυγός (or άρτιος) ~ even number |
- φανταστικός ~ imaginary number |
- πρώτος ~ prime number |
- πίνακας γεμάτος αριθμούς |
- ο τυχερός του ~ είναι το 9 |
- ολοένα και περισσότερο ο άθρωπος γίνεται ~ (Panagiotop) |
- η τελεία σκοπό έχει να διακρίνει το γράμμα του αλφαβήτου X από τον αριθμό decem (Tsitouridou)
- ⓐ pl αριθμοί οι, numbers, figures, arithmetic (syn αριθμητική 1):
- ντηριόμουνα πάντα να ξανοιχτώ στον καθηγητή κι αυτό, γιατί δεν έπαιρνα από αριθμούς (Myriv)
- ② word, symbol, or group of symbols denoting order or used as a means of identification among similar items, number (syn νούμερο):
- ~ |
- ~ κυκλοφορίας car etc plate number, licence number |
- ~ μητρώου roll number |
- ~ νηολογίου naut registry number |
- ~ ονομαστικού milit stock number |
- ~ πτήσεως flight number |
- ~ σειράς serial number |
- ~ σχετικού milit reference number |
- ~ ταυτότητας identification (card) number |
- σε τούτο το δωμάτιο του σπιτιού ~ |
- rembetiko song βοήθα, Xριστέ και Παναγιά, λαχείο σαν θα πάρω, | να πέσ' ο πρώτος ~
- ⓑ size (syn μέγεθος, νούμερο):
- τι αριθμό παντελόνια (παπούτσια, πουκάμισα etc) φοράς;
- ⓒ degree, grade (syn βαθμός):
- έχει μεγάλο αριθμό μυωπίας
- ③ number, quantity, amount, total (near-syn πλήθος):
- μεγάλος ~ |
- δεν ανακοινώθηκε ο ~ των επιβατών του αεροπλάνου |
- στα "Kορτίχος" υπάρχει ένας ~ από ήμερες αγελάδες (Melas) |
- ένα κοπάδι μισόγδυμνοι άνθρωποι, εικοσιεφτά τον αριθμό, δεμένοι πιστάγκωνα περίμεναν (Lountemis) |
- poem μην ετοιμάζονταν εκεί για τους εφτά φωστήρες, | που και τον ίδιο βασιλιά στον αριθμό τους είχαν; (Markoras)
- ④ gramm category or morpheme denoting reference to one or more than one item, number:
- ενικός ~ |
- πληθυντικός ~ plural (number) |
- δυϊκός ~ dual (number)
[fr postmed (Somavera), MG αριθμός ← PatrG, K (also pap), AG ἀριθμός]
- ① math etc word, symbol, or group of symbols representing a number, numeral, a number (syn νούμερο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμόσημο [ariθmósimo] το, (L) naut
- ship's number
[fr kath (neol Koumanoudis) αριθμόσημον, cpd w. -σημον; cf γραμματόσημον, χαρτόσημον etc]
[Λεξικό Κριαρά]
- αριθμοσύνη η· αριφνοσύνη.
-
- Aρίθμηση, μέτρημα·
- έκφρ. δίχως αριφνοσύνη = χωρίς μέτρο, απεριόριστα:
- έναι δίκιος και αγαθός, δίχως αριφνοσύνη (Φαλιέρ., Pίμ. 187).
- έκφρ. δίχως αριφνοσύνη = χωρίς μέτρο, απεριόριστα:
[<ουσ. αριθμός + κατάλ. ‑σύνη]
- Aρίθμηση, μέτρημα·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμόσωμα [ariθmósoma] το, (L) math
- number field
[fr kath (neol) αριθμόσωμα, cpd w. σώμα]