Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμολόγος [ariθmolόγos] ο, (L)
- ① person who studies numbers or figures:
- ο Έλληνας γίνεται αγχώδης ~στο εξωτερικό για την αντιστοιχία του νομίσματος (Palaiologos)
- ② student or practitioner of numerology, numerologist
[fr kath (neol) αριθμολόγος, cpd w. combin form -λόγος]
- ① person who studies numbers or figures: