Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμητικό [ariθmitikό] το, (L) gramm
- word expressing a number, a quantity, or a numerical relation, numeral e.g., δύο, τρία, τέσσερα etc:
- πρώτος, δεύτερος etc |
- τριπλός, τετραπλάσιος etc |
- δεκάδα, εικοσαριά etc |
- απόλυτα αριθμητικά cardinal numbers |
- τακτικά αριθμητικά ordinal adjs., ordinal numbers
[fr kath (neol) αριθμητικόν, substantiv. n of αριθμητικός; cf K (pap) ἀριθμητικόν 'land tax']
- word expressing a number, a quantity, or a numerical relation, numeral e.g., δύο, τρία, τέσσερα etc:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριθμητικός -ή -ό [ariθmitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται σε αριθμούς ή που εκφράζεται με αυτούς: Aριθμητικό πρόβλημα / αποτέλεσμα. Aριθμητική πρόοδος*. 2. που αναφέρεται σε πλήθος ή σε ποσότητα: Ο αντίπαλος έχει αριθμητική υπεροχή. 3. (ως ουσ., γραμμ.) το αριθμητικό, επίθετο ή ουσιαστικό ή επίρρημα που φανερώνει ορισμένη αριθμητική ποσότητα ή που εκφράζει αριθμητικές έννοιες ή σχέσεις: Aπόλυτα / τακτικά / αναλογικά αριθμητικά.
αριθμητικά & (λόγ.) αριθμητικώς ΕΠIΡΡ: Yπερτερούμε ~ σε σύγκριση με τους αντιπάλους μας. Aριθμητικώς και ολογράφως. [λόγ.: 1: αρχ. ἀριθμητικός· 2: σημδ. γαλλ. numérique· 3: σημδ. υστλατ. numeralis (ή μέσω του γαλλ. numéral)· λόγ. < ελνστ. ἀριθμητικῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμητικός, -ή, -ό [ariθmitikós] (L)
- ① of or pertaining to numbers, numerical (syn αριθμικός):
- ~δείκτης, εκθέτης, πίνακας |
- αριθμητική διαφορά, σχέση, ταξιθέτηση, υπεροχή |
- αριθμητικά δεδομένα |
- αριθμητική μηχανή calculator (syn αριθμομηχανή) |
- αριθμητικό επίρρημα (ουσιαστικό etc) gramm adverb (noun etc) expressing a number, a quantity, or a numerical relation |
- στο ποδόσφαιρο το αριθμητικό αποτέλεσμα δε συμβαδίζει πάντοτε με την απόδοση της ομάδας |
- στα 1921 ορίστηκε ~ περιορισμός στη μετανάστευση (Theotokas) |
- η αριθμητική δύναμη των δυνάμεων ασφαλείας να ορίζεται με νόμο (Christidis) |
- δίνει μια ιδέα της αριθμητικής επεκτάσεως του χριστιανισμού (Stasinop) |
- ό,τι ονομάζομε κοινωνία δεν είναι το αριθμητικό άθροισμα ατομικών συνειδήσεων (Papanoutsos)
- ② math of or pertaining to arithmetic, arithmetical, numerical:
- αριθμητικό πρόβλημα, σύμβολο, ψηφίο |
- αριθμητική τιμή absolute value, arithmetical value (syn απόλυτη τιμή) |
- αριθμητική πρόοδος (or σειρά) arithmetical progression |
- ~ μέσος όρος arithmetical mean |
- αριθμητικό τρίγωνο (του Pascal) (Pascal's) arithmetical triangle |
- ~ συντελεστής numerical coefficient |
- αριθμητική σταθερά numerical constant |
- αριθμητικές ασκήσεις exercises in arithmetic |
- το αριθμητικό σύστημα των Xαλδαίων ήταν ανώτερο από των Eλλήνων (Evelpidis)
[fr kath αριθμητικός ← postmed (Somavera) ← K, AG ἀριθμητικός]
- ① of or pertaining to numbers, numerical (syn αριθμικός):