Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριθμητικά [ariθmitiká] adv (L)
- ① fr a numerical point of view, in terms of numbers, numerically (syn αριθμητικώς, near-syn ποσοτικά):
- επικρατούν, υστερούν ~ |
- ~ ασθενής λαός |
- μόνον ~ διατηρεί η χώρα την υπεροχή στο στρατό |
- καθαρά ~ η πρόταση εξασφάλισε πολύ περισσότερα από τα δύο τρίτα των ψήφων (Christidis) |
- ορισμένα επαγγέλματα αυξήθηκαν ~ (Zachareas)
- ② in numerical form, numerically:
- όλα τα ποσά αναγράφουνται ~και ολογράφως (Christidis AK) |
- οι λόγοι, που στηρίζουν τη δεύτερη πιθανότητα, μπορούν να εκφραστούν και ~ (Tatakis)
[der of αριθμητικός; cf syn αριθμητικώς]
- ① fr a numerical point of view, in terms of numbers, numerically (syn αριθμητικώς, near-syn ποσοτικά):