Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριβίστικος -η -ο [arivístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αριβισμό ή στον αριβίστα· τυχοδιωκτικός: Aριβίστικη τακτική / πολιτική.
αριβίστικα ΕΠIΡΡ. [αριβίστ(ας) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριβιστικός, -ή, -ό [arivistikós] (sp. also αρριβιστικός) (L)
- pertaining to arrivists, characterized by arrivism (syn τυχοδιωκτικός):
- αριβιστική διάθεση, δράση, πολιτική |
- πνίγεται μέσα στους πιο ανάξιους αριβιστικούς λογαριασμούς (Melas)
[der of αριβίστας/αριβιστής]
- pertaining to arrivists, characterized by arrivism (syn τυχοδιωκτικός):