Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριβισμός ο [arivizmós] Ο17 : 1.η επιδίωξη γρήγορου πλουτισμού ή ανάδειξης σε αξιώματα με τη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, κυρίως αθέμιτου. 2. οι πράξεις, οι ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον αριβίστα.
[λόγ. < γαλλ. arrivisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριβισμός [arivizmós] ο, (L)
- tendency or conduct aimed at achieving success by any means, unscrupulous ambition, go-getting, arrivism (syn τυχοδιωκτισμός):
- πνευματικός ~ |
- κανένας άνθρωπος δεν έδειξε τόση περιφρόνηση προς κάθε κοινωνική προαγωγή, κάθε αριβισμό, όσο ο Παπαδιαμάντης (Melas) |
- το άγχος γυρεύει αντισταθμίσματα στον αριβισμό, στην κοινωνική επίδειξη (Theotokas) |
- ο αγώνας παλεύεται με όλα τα μέσα του αριβισμού (Thrylos)
[fr Fr arrivisme]
- tendency or conduct aimed at achieving success by any means, unscrupulous ambition, go-getting, arrivism (syn τυχοδιωκτισμός):