Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριβίστας ο [arivístas] Ο3 & αριβιστής ο [arivistís] Ο7 θηλ. αριβίστρια [arivístria] Ο27 : αυτός που με κάθε μέσο, κυρίως αθέμιτο, επιδιώκει να αναδειχτεί σύντομα ή να πλουτίσει· τυχοδιώκτης.
[ιταλ. arrivista -ς· λόγ. < γαλλ. arriviste (-iste = -ιστής)· λόγ. αριβισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριβίστας [arivístas] ο, (sp. also αρριβίστας) (L)
- person who aims at achieving success by any means, pusher, climber, arrivist (syn αριβιστής, τυχοδιώκτης):
- όλοι οι επιστήμονες δεν είναι αριβίστες |
- έχει την ίδια απέχθεια καθώς εγώ για τους παινεψάρηδες και τους αριβίστες (Terzakis)
[fr It arrivista]
- person who aims at achieving success by any means, pusher, climber, arrivist (syn αριβιστής, τυχοδιώκτης):