Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριβάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριβάρω [ariváro] Ρ αόρ. αριβάρισα, απαρέμφ. αριβάρει : (οικ.) καταφθάνω, καταπλέω: Aριβάρισε το βαπόρι. || φτάνω κάπου χωρίς να με περιμένουν, εμφανίζομαι απρόσκλητος: Nα τον που αριβάρει τρεχάτος!

[ιταλ. arrivar(e) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριβάρω [ariváro] ipf αριβάριζα, aor αριβάρισα
  • arrive (syn φτάνω):
    • μέχρι ν' αριβάρει τροχονόμος, δεν το κουνάω από δω (Psathas) |
    • αριβάριζε στο κρασοπουλιό κ' έπαιρνε τα σκονάκια του (Zappas) |
    • αριβάρισαν σήμερα σαν ουρανοκατέβατοι την ώρα που τρώγαμε (Tachtsis) |
    • folks. .. από το σπίτι βγήκε | και πήγε κι αριβάρισε στου Kωνσταντά την πόρτα (Theros)

[fr MG (Kriaras' Lex) αρριβάρω ← It arrivare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες