Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριάνι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αριάνι το [arjáni] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ξινόγαλο. || γιαούρτι αραιωμένο με νερό. || (επέκτ., κυρ. για υγρά): H σούπα έγινε ~, πολύ αραιή. 2. αραιή διάλυση τσιμέντου.

[τουρκ. ayran με μετάθ. του ημιφ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριάνι s. αργιάνι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες