Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρθρωτής ο [arθrotís] Ο7 : (γλωσσ.) καθένα από τα φωνητικά όργανα που παίρνουν μέρος στην άρθρωση των φθόγγων: Ενεργητικός / παθητικός ~. Στους ενεργητικούς αρθρωτές ανήκουν τα χείλη, η γλώσ σα, οι φωνητικές χορδές· στους παθητικούς ανήκουν κυρίως τα δόντια και ο ουρανίσκος.

[λόγ. αρθρω- (δες αρθρώνω) -τής μτφρδ. αγγλ. articulator]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες