Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρθρογραφώ [arθroγrafó] Ρ10.9α : γράφω άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Aυτός ο δημοσιογράφος αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο τύπο.
[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθρογραφώ [arθroγrafό] αρθρογραφεί, ipf αρθρογραφούσα, aor αρθρογράφησα (subj αρθρογραφήσω), (L) journ
- write articles or editorials in newspapers or magazines, editorialize:
- οι ιεράρχες κηρύσσουν και αρθρογραφούν σε μια δειλή δημοτική (Tsatsos) |
- γνωρίζαμ' εμείς πού τύπωναν τα φύλλα τους και ποιοι αρθρογραφούσαν (ChZalokostas) |
- αφήνει στη μέση την ιστορία, για ν' αρθρογραφήσει (Melas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθογραφώ, der of αρθρογράφος]
- write articles or editorials in newspapers or magazines, editorialize: