Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.
[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθρογράφος [arθroγráfos] ο, η, (L) journ
- columnist, editorialist:
- οικονομικός, πολιτικός, στρατιωτικός ~ |
- η ~που ασχολείται με τα οικονομικά
[fr kath (neol Koumanoudis) αρθρογράφος, cpd w. combin form -γράφος (: γράφω)]
- columnist, editorialist: