Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρθριτικός, επίθ.· αθριτικός.
-
- Που έχει προσβληθεί από αρθρίτιδα:
- (Παράφρ. Χων. 738).
[αρχ. επίθ. αρθριτικός. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Που έχει προσβληθεί από αρθρίτιδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρθριτικός -ή -ό [arθritikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην αρθρίτιδα ή που προέρχεται από αυτήν. 2. (ως ουσ.) α. ο αρθριτικός, αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα. β. τα αρθριτικά, πάθηση των αρθρώσεων· αρθρίτιδα.
[λόγ. < αρχ. ἀρθριτικός & σημδ. γαλλ. arthritique < λατ. arthriticus < αρχ. ἀρθριτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθριτικός1 [arθritikós] ο, (L) med
- person suffering fr arthritis, arthritic:
- όλοι οι αρθριτικοί μπορούν να βελτιώσουν την κατάστασή τους |
- στις στήλες αναφέρονται θεραπείες λεπρών και αρθριτικών (ChZalokostas, adapted)
[substantiv. m of αρθριτικός2]
- person suffering fr arthritis, arthritic:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθριτικός2, -ή, -ό [arθritikós] (L) med
- suffering fr, or related to, arthritis, arthritic:
- ~ρευματισμός rheumatic arthritis |
- αρθριτική κατάσταση |
- τον έπιανε η επιθυμία να γείρει το κεφάλι πάνω στ' αρθριτικά γόνατα (Koumantareas)
[fr kath αρθριτικός ← K, AG ἀρθριτικός, der of ἀρθρίτις]
- suffering fr, or related to, arthritis, arthritic: