Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρθρίτιδα η [arθrítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή που προσβάλλει τους ιστούς των αρθρώσεων του σώματος: Xρόνια / οξεία ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀρθρῖτις, αιτ. -ιδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρθρίτιδα [arθríti∂a] η, (& αρθρίτις) (L) med = αρθρίτης
- :
- βαριά, τραυματική, χρόνια ~ |
- υποφέρει από ~ |
- είχε κληρονομήσει την ~ από τον πατέρα του (Kanellop) |
- η παλιά μου ~ με τις υγρασίες του χειμώνα ξαναγύρισε οδυνηρότερη (Kranidiotis)
[fr kath αρθρίτις ← LK, AG ἀρθρίτις, der of pρθρον w. suff -ίτις]