Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρετσίνωτος -η -ο [aretsínotos] Ε5 : (για κρασί) που δεν περιέχει ρετσίνι. || (ως ουσ.) το αρετσίνωτο. ANT ρετσινάτο.
[α- 1 ρετσινώ(νω < ρετσίν(ι) -ώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρετσίνωτος, -η, -ο [aretsínotos]
- ① not flavored w. resin, unresinated, of wine (ant ρετσινάτος, ρετσινωμένος):
- poem .. να βάλουμε κ' ένα βαρέλι με κρασί | γλυκόπιοτο, αρετσίνωτο, φερμένο απ' τη Nεμέα (Dafnis)
- ② fig not slandered or defamed:
- δεν άφησε ούτε έναν πολιτικό αρετσίνωτο |
- θα γελάσει μαζί της το παρδαλό κατσίκι κι ο διάολος ο ~ (Panagiotop)
[cpd w. *ρετσινωτός (: *ρετσινώνω); syn ρετσινάτος; cf κρασί ρετσινάτο, Lat vinum resinatum (Celsus 2.30.3)]
- ① not flavored w. resin, unresinated, of wine (ant ρετσινάτος, ρετσινωμένος):