Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρεστός, επίθ.
-
- Που αρέσει, ευχάριστος:
- (Διγ. Esc. 1619)·
- στο πρόσωπο αρεστή (Πιστ. βοσκ. I 5, 206).
[αρχ. επίθ. αρεστός. H λ. και σήμ.]
- Που αρέσει, ευχάριστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρεστός -ή -ό [arestós] Ε1 : που είναι ευχάριστος, που αρέσει: Aυτός ο άνθρωπος δε μου είναι ~. Δε μου είναι αρεστό να μεταχειρίζομαι πλάγια μέσα.
[λόγ. < αρχ. ἀρεστός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρεστός, -ή, -ό [arestós] (L)
- being to one's liking, well-liked, acceptable, agreeable, pleasing (near-syn αγαπητός, L ευάρεστος, συμπαθής):
- ποιητής ~στο κοινό |
- γλώσσα αρεστή στους μορφωμένους |
- παιχνίδι αρεστό στα παιδιά |
- καθεστώς αρεστό στο βασιλιά |
- θέμα αρεστό στη λογοτεχνία |
- πρόσωπα μη αρεστά στην κυβέρνηση |
- πόσο μου ήταν αρεστό να ξεφυλλίζω τις εικονογραφίες! (Palam) |
- οι λύσεις αυτές δεν είναι αρεστές σε ισχυρές μειοψηφίες (IPesmazoglou) |
- προβάλλει πρώτα εμπόδια, για να φανεί αμέσως ύστερα ~ στους επισκέπτες (FKakridis) |
- να σβήσει την ανάμνηση της απότομης κατάκτησής του, εφαρμόζοντας μεθόδους αρεστότερες στη γυναίκα (Katsigra)
[fr postmed, MG αρεστός ← K (also pap), AG ἀρεστός]
- being to one's liking, well-liked, acceptable, agreeable, pleasing (near-syn αγαπητός, L ευάρεστος, συμπαθής):