Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρεσιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρεσιά η.
  • Προτίμηση:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [508]
    • φρ. κάνω την αρεσιά μου = «κάνω το κέφι μου», αυθαιρετώ:
      • (Σουμμ., Pεμπελ. 164).

[<αρέσω + κατάλ. ιά. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρεσιά [aresjá] η, usu w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc)
  • liking, fancy, preference, pleasure (syn αρέσκεια L, γούστο, ant L απαρέσκεια):
    • κόμμα, κοπέλα, κρασί, φαΐ της αρεσιάς του |
    • phr είναι της αρεσιάς μου (or το βρίσκω της αρεσιάς μου) it is to my liking, I like it (syn phr είναι του γούστου μου) |
    • τα χέρια μας είναι λυμένα, για να πράξουμε κατά την ~ μας (Panagiotop) |
    • το αλογάκι πηλαλούσε της αρεσιάς του, μα δε λάθευε (Prevelakis) |
    • ευρίσκονταν κοντά στην είσοδο του χαρεμιού, για να χρησιμοποιούνται κατά την ~του σουλτάνου (Floros) |
    • poem [άλλοι ζευγάδες .. τώρα ανταρεμένοι] βουβοί ρωτούν τον άδειον ουρανό, θα βρέξει δε θα βρέξει, | έγνοιες βαριές, και κρέμεται η ζωή στην ~του ανέμου (Kazantz Od 7.752)

[fr postmed αρεσιά, der of (aor) αρέσω; cf αρέσκεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες