Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρδευτικός -ή -ό [arδeftikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος, που χρησιμοποιείται για άρδευση: Aρδευτικά έργα. Nερό για αρδευτική χρήση.
[λόγ. αρδεύ(ω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρδευτικός, -ή, -ό [ar∂eftikós] (L) agric
- of, pertaining to, or used for, irrigation, irrigative (syn ποτιστικός):
- ~αγωγός |
- αρδευτική διώρυγα |
- αρδευτική τάφρος (αρδευτικό αυλάκι) irrigation ditch (syn αμπολή 2) |
- αρδευτικό δίκτυο, σύστημα |
- αρδευτικά έργα |
- το μισό σχεδόν αρδευτικό νερό προέρχεται από πηγάδια (Evelpidis) |
- χάρη στη συστηματική εργασία δημιουργούνται αρδευτικές δυνατότητες (Floros)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρδευτικός, der of K αρδευτός]
- of, pertaining to, or used for, irrigation, irrigative (syn ποτιστικός):