Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργώνω [arγόno] aor άργωσα, region. (Aegean)
- stop producing milk, be dried up:
- η αγελάδα, η κατσίκα άργωσε
[der of αργός; cf Somavera αργώνω 'delay']
- stop producing milk, be dried up: