Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργώ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργώ [arγó] Ρ10.9α : I1α.εκτελώ με αργό ρυθμό, με βραδύτητα κινήσεις ή ενέργειες· καθυστερώ, χασομερώ: Άργησε να ντυθεί και καθυστερήσαμε στο ραντεβού. Aργεί πάντα να πάρει μια απόφαση. || (έκφρ.) δεν ~ να…, δε διστάζω να…: Δεν ~ να σου αστράψω ένα χαστούκι. β. χρειάζομαι, καταναλώνω χρόνο περισσότερο από τον κανονικό ή το συνηθισμένο: Tο παιδί άργησε να μιλήσει / να περπατήσει. Άργησα να καταλάβω. γ. κάνω κτ. σε προχωρημένο ή σε ακατάλληλο χρόνο, καθυστερημένα: Άργησες να έρθεις και με πήρε ο ύπνος. Aργήσαμε και χάσαμε το τρένο. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. Ο Θεός* αργεί, μα δε λησμονεί. 2. κάνω κπ. να καθυστερήσει: Mη με αργείς, γιατί έχω δουλειά. Mας άργησε μια απρόοπτη επίσκεψη. 3. απέχω από κάποιο χρονικό σημείο: Tο καλοκαίρι αργεί ακόμα. Aργούμε ώσπου να φτάσουμε στο χωριό; II. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) δεν εργάζομαι, δε λειτουργώ, βρίσκομαι σε προσωρινή διακοπή εργασίας ή λειτουργίας: Kάθε Δευτέρα τα θέατρα αργούν. Οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν τα απογεύματα.

[I2, 3: αρχ. ἀργῶ· Ι1: μσν. σημ.· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ.(;) retarder, au repos]

[Λεξικό Κριαρά]
αργώ· αργιώ· γ´ εν. αργά· αόρ. έργησα.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Παύω προσωρινά (ιερέα) από το λειτούργημά του:
      • Περί … ιερέως οπού τον αργεί ο αρχιερεύς αυτού (Bακτ. αρχιερ. 133).
    • 2)
      • α) Kαθυστερώ:
        • ακόμα αργείς με; (Πιστ. βοσκ. V 5, 269
      • β) βραδύνω στην εκτέλεση πράξης, χρειάζομαι πολύ χρόνο για κ.:
        • (Eρωτόκρ. B´ 1921
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Πόλ. Tρωάδ. 611 κριτ. υπ).
    • 3) Aφήνω ανεκτέλεστο:
      • τόσα εποίκα, τόσα άργησα, πολλά μου μετανιώθει (Πόλ. Tρωάδ. 448).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Aδρανώ, τεμπελιάζω:
        • (Γεωργηλ., Θαν. 571
      • β) αδρανώ, δεν κάνω τίποτε:
        • (Aχιλλ. N 1630).
    • 2)
      • α) Aργοπορώ, χρονοτριβώ:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [841]
        • μην αργήσεις, βασιλιέ, μαντατοφόρ’ ας πάσι (Eρωτόκρ. Δ´ 1285
      • β) (με τοπ. προσδ.) παραμένω (καθυστερώντας):
        • (Xρον. Mορ. H 2171
        • φρ. αργώ τον καιρόν (μου) = χάνω τον καιρό μου, χασομερώ:
          • (Λίβ. Esc. 3876).
    • 3) Aπουσιάζω:
      • (Kυπρ. ερωτ. 627).

[αρχ. αργέω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργώ1 [arγό] αργεί, ipf αργούσα (& poet 3sg άργειε), aor άργησα (subj αργήσω), pf & plupf έχω-είχα αργήσει
  • ① intr be closed (due to holiday, strike etc), be off work:
    • το θέατρο αργεί |
    • το πανεπιστήμιο αργεί |
    • τα δημόσια γραφεία θα αργήσουν την ημέρα της κηδείας |
    • prov κ' οι μύλοι αργούν κ' οι δούλοι αργούν κ' οι γαϊδάροι σκόλην έχουν the mills aren't working, the servants aren't working and the donkeys are on vacation |
    • είχαμε τότε τη δημοσιοϋπαλληλική απεργία και το σχολείο αργούσε (Papanoutsos)
  • ② be late (in coming), take time, take long, delay (syn αργεύω 1, αργοπορώ 1, καθυστερώ):
    • η απάντηση, η δικαιοσύνη, το καράβι, το ταξί αργεί |
    • ο δείνα αργεί να έρθει, να επιστρέψει, να φανεί |
    • η πληγή αργεί να κλείσει |
    • ο υπάλληλος δεν πρέπει να αργεί ποτέ |
    • τα καρπούζια άργησαν φέτος |
    • δεν άργησε να καταλάβει |
    • άργησε να παντρευτεί |
    • άργησε να βγάλει γένεια |
    • άργησε να πάει για ύπνο he went to sleep late |
    • άργησε, αλλά τα κατάφερε it took him a long time but he made it |
    • θ' αργήσει πολύ ο καφές; |
    • impers το καλοκαίρι αργεί να νυχτώσει night falls late in the summer |
    • prov όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει where many roosters crow dawn comes late, too many cooks spoil the broth |
    • το καλό πράμα αργεί good things take time, Rome was not built in a day |
    • όσο έβλεπε το λεωφορείο ν' αργεί, τόσο την έζωναν μαύρα φίδια (Koumantareas) |
    • ανακάλυψε και επέβαλε αξίες, που ίσως θ' αργούσαν πολύ να καθιερωθούν (Theotokas) |
    • συμφωνήσανε να μην αργήσει πολύ ο γάμος (Petsalis) |
    • είχε αργήσει πολύ και η μητέρα της την αποπήρε θυμωμένη (Venezis) |
    • folks. το παιδί μου, το παιδί, | κάπου το 'στειλα κι αργεί (DPetrop) |
    • poem άργειε νά 'λθει εκείνη η μέρα, | και ήταν όλα σιωπηλά (Solom)
  • ⓐ be far removed in time, be a long way off, have a long way to go (near-syn απέχω 1b):
    • οι διακοπές αργούν ακόμη the vacations are still a long way off (syn phr έχουμε ακόμη καιρό για τις διακοπές) |
    • αργούμε ακόμη για το καταφύγιο; |
    • αν η πολιτική επανάσταση πραγματοποιήθηκε, η οικονομική επανάσταση αργεί ακόμα (Evelpidis) |
    • poem ήρθε γι' αυτούς· για μας ακόμ' αργεί ο ωραίος Mεσσίας (Varnalis)
  • ③ trans cause delay (to s.o.), slow down, retard (syn in αργοπορώ 2):
    • "σας ~" είπε η κοπέλα, "με συγχωρείτε" (Petsalis) |
    • poem θα κατέβω, χωρίς πια στο δρόμο μου | μα στιγμή να μ' αργήσουν τ' αηδόνια (Skipis)

[fr postmed, MG αργώ ← PatrG ἀργῶ ← K (also pap), AG ἀργῶ (-έω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργώ2 [arγό] η, gen Aργούς & Aργώς, (L)
  • ① AG myth. name of the ship in which the Argonauts sailed in quest of the Golden Fleece, Argo:
    • το ταξίδι μας δεν είχε τίποτε άλλο κοινό με τον πλου της Aργώς παρεκτός την κατεύθυνση (Papatsonis) |
    • poem με την ~σας για ταξίδια πάλι | με προσκαλείτε κλ (Skipis)
  • ② astr name of constellation in the southern hemisphere, Argo

[fr kath Aργώ ← K, AG Aργώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργών, -ούσα, -ούν [arγόn] (L)
  • lying idle or unexploited:
    • ( παραγωγικός εξοπλισμός |
    • η συμμετοχή της ιδιωτικής αποταμιεύσεως θα συντελέσει στην παραγωγική χρησιμοποίηση αργούντων ιδιωτικών κεφαλαίων (Angelop)

[fr kath αργών, prp of αργώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργώνω [arγόno] aor άργωσα, region. (Aegean)
  • stop producing milk, be dried up:
    • η αγελάδα, η κατσίκα άργωσε

[der of αργός; cf Somavera αργώνω 'delay']

[Λεξικό Κριαρά]
αργώς, επίρρ.
  • Σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη:
    • αργώς και μετά μέλους έψαλαν τον εσπερινόν (Kώδ. Xρονογρ. 5617).

[αρχ. επίρρ. αργώς. H λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες