Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργύριο το [arjírio] Ο40 : μικρό ασημένιο νόμισμα παλαιότερων εποχών. (έκφρ.) τα αργύρια της προδοσίας / τα τριάκοντα αργύρια, τα χρήματα της προδοσίας του Xριστού και με επέκταση η αμοιβή για κάθε προδοσία. || (προφ., πληθ.) τα χρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀργύριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργύριο [aryírio] το, usu pl αργύρια τα, (L) & region.
- money acquired dishonorably or perfidiously, dirty money:
- ερχότανε κι ο σιχαμερός ο προδότης του κάθε χωριού να πάρει το ~(Lountemis) |
- τις πέταξε [τις λίρες] απάνω στο τραπέζι σα να 'ταν τ' αργύρια του Iούδα (Tsirkas)
[fr kath & eccl αργύριον ← postmed, MG ← K (NT, also pap), AG ἀργύριον]
- money acquired dishonorably or perfidiously, dirty money:
[Λεξικό Κριαρά]
- αργύριον το.
-
- 1) (Στον πληθ.)
- α) χρήματα, νομίσματα:
- (Iστ. Bλαχ. 1105, 1876)·
- β) τα νομίσματα που πήρε ο Iούδας για την προδοσία του Xριστού:
- (Γεωργηλ., Θαν. 639).
- α) χρήματα, νομίσματα:
- 2) Άργυρος:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [1132]).
[αρχ. ουσ. αργύριον. T. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Στον πληθ.)