Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργότερο [arγόtero] το, adv
- at the latest (ant το νωρίτερο):
- το ερώτημα φαίνεται να έχει προλάβει το ~κατά τα τέλη του έβδομου αιώνα (Karouzos) |
- την εικόνα θα την χρονολογούσε κανείς το~ γύρω στα 1600 (Pallas)
[substantiv. n of αργότερος, C of αργός]
- at the latest (ant το νωρίτερο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργότερος s. αργός.