Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργότερα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αργότερα [arγόtera] adv
  • later (on), afterwards, subsequently (syn υστερότερα, near-syn έπειτα, κατόπιν, ύστερα):
    • λίγα χρόνια ~ |
    • το συναίσθημα του καθήκοντος δεν είναι έμφυτο μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά φανερώθηκε πολύ ~ (Papanoutsos) |
    • ~ είδα πόσο καλό είχα κάνει στον τόπο (Stratou) |
    • η σειρά του κράτους θα έλθει ~, όταν θα έχει γίνει όλη η απαραίτητη προεργασία (Christidis AK) |
    • poem μπορείς να το πάρεις | τώρα ή ~, όταν θελήσεις (Seferis)

[C of αργά (q.v.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες