Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργόσχολος -η -ο [arγósxolos] Ε5 : που δεν απασχολείται με τίποτα, που δεν εργάζεται· χασομέρης: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο αργόσχολος: Aπό νωρίς μαζεύονται στο καφενείο όλοι οι αργόσχολοι.
[λόγ. αργο-2 + αρχ. σχολ(ή) `ανάπαυση΄ -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργόσχολος1 [arγósxolos] ο, (L)
- inactive or slothful person, idler, loiterer, loafer (syn χασομέρης, near-syn άνεργος1):
- θεωρούσε την πολιτική σαν ένα παιχνίδι, όπου οι αργόσχολοι μπερδεύουνε τον κόσμο (LAkritas) |
- το καφενείο είχε δώδεκα μπιλιάρδα, όπου πέρναγαν τις ώρες τους οι αργόσχολοι (Skouzes, adapted) |
- η συμπόνια έγινε φιλανθρωπικό σωματείο για τους φιλόδοξους και τους αργόσχολους (Panagiotop) |
- η ποίηση είναι έργο ολίγων αργόσχολων (Dimaras)
[substantiv. m of αργόσχολος2]
- inactive or slothful person, idler, loiterer, loafer (syn χασομέρης, near-syn άνεργος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργόσχολος2, -η, -ο [arγósxolos] (L)
- idle, inactive, leisurely, slothful (syn χασομέρης, near-syn άεργος, άνεργος2):
- ~επαρχιώτης, παρατηρητής, περιπατητής |
- αργόσχολοι γραφιάδες, ευπατρίδες, πλούσιοι, φοιτητές |
- ~ πειραματισμός |
- αργόσχολη αρχοντοπούλα, νεολαία |
- αργόσχολο ακροατήριο, πλήθος |
- αργόσχολες πολιτικές συζητήσεις |
- πηγαινοέρχεται, τριγυρίζει ~ |
- το τηλέφωνο προορίζεται για λακωνικές στιχομυθίες, όχι για φλυαρίες εξαντλητικά αργόσχολες (Terzakis) |
- οι αργόσχολοι νέοι περνούσαν εκεί την ημέρα τους περιμένοντας να βρουν μεροκάματο (Skouzes, adapted) |
- αυτές είναι οι πληροφορίες, που δίνουνε γι' αυτόν οι αργόσχολοι θαμώνες της ακτής (Potamianos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αργόσχολος, cpd w. -σχολος (: σχολή); cf πολυάσχολος]
- idle, inactive, leisurely, slothful (syn χασομέρης, near-syn άεργος, άνεργος2):