Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργόσυρτος -η -ο [arγósirtos] Ε5 : που κινείται, που εξελίσσεται με αργό ρυθμό: Aπομακρύνθηκε με αργόσυρτο βήμα. Οι μουσικοί ρυθμοί της Aνατολής είναι χαρακτηριστικά αργόσυρτοι. Ξέσπασε σ΄ ένα αργόσυρτο μοιρολόι.
[αργο- + συρ- (σέρνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργόσυρτος, -η, -ο [arγósirtos] (& Kazantz, Panagiotop αργόσερτος)
- ① shuffling, plodding, trudging, or moving slowly (syn αργοσυρμένος, near-syn αργοκίνητος):
- αργόσυρτη περπατησιά, αργόσυρτο βήμα) |
- αργόσυρτες μέρες του καλοκαιριού |
- περνά ~ |
- βγήκε από το δωμάτιο η μητέρα αργόσυρτη (Petsalis) |
- τ' αστέρια γλιστρούσαν αργόσυρτα στην κυκλική τους πορεία (Karagatsis) |
- η εξέλιξή της υπήρξε πιο αργόσυρτη αλλά και περιορισμένη (Evelpidis) |
- poem .. το στρογγυλό του μάτι | διαβαίνει αργόσερτο στη χλωρασιά, ποχαιρετάει τον κόσμο (Kazantz Od 19.140)
- ② fig long-drawn-out, protracted, draggin (syn μακρόσυρτος):
- αργόσυρτη φωνή, ψαλμωδία |
- αργόσυρτο μοιρολόι, νανούρισμα, τραγούδι |
- η φωνή τους ξεπνοούσε σ' ένα αργόσυρτο μουρμούρισμα (Plaskovitis) |
- τη νύχτα την τραγουδούν με τον αργόσερτο σκοπό τους οι μπεντουίνοι (Panagiotop)
[cpd w. συρτός (: σύρω)]
- ① shuffling, plodding, trudging, or moving slowly (syn αργοσυρμένος, near-syn αργοκίνητος):