Παράλληλη αναζήτηση
40 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αργός, επίθ.· αργιός.
-
- 1) Που δεν εργάζεται, οκνηρός, νωθρός:
- (Δεφ., Λόγ. 205), (Iερακοσ. 51624).
- 2)
- α) Που κινείται αργά, βραδυκίνητος:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1731)·
- αργή ώσπερ χελώνα (Διήγ. παιδ. 801)·
- έκφρ. αργός εις το χωνεύσαι = (προκ. για τροφή) δύσπεπτος:
- (Διήγ. παιδ. 339)·
- β) βραδυκίνητος, διστακτικός:
- (Πιστ. βοσκ. I 4, 165).
- α) Που κινείται αργά, βραδυκίνητος:
- 3) Που δεν έχει απασχόληση:
- (Πικατ. 345).
- 4) (Προκ. για μέλος νεκρού) ακίνητος, αναίσθητος:
- πόδες αργοί, αναίσθητοι (Διγ. A 4119).
- 5)
- α) (Προκ. για κληρικό) που τιμωρήθηκε με «αργία», που στερήθηκε το δικαίωμα να ιερουργεί:
- (Bακτ. αρχιερ. 184)·
- β) (προκ. για πολεμιστή) που απολύεται ή παύεται από τον πόλεμο:
- (Θησ. H´ [483]).
- α) (Προκ. για κληρικό) που τιμωρήθηκε με «αργία», που στερήθηκε το δικαίωμα να ιερουργεί:
- 6) Που δε γίνεται την ώρα που πρέπει, καθυστερημένος:
- Λύπηση αργιά κι ανέφελος μεταγνωμός (Eρωφ. E´ 135).
- 7) (Προκ. για λόγια) μάταιος:
- λόγους αργούς μηδέν λαλείς (Σπαν. B 313).
- Tο αρσ. ως ουσ. = η μέλισσα που δεν εργάζεται, ο κηφήνας:
- (Δεφ., Λόγ. 210).
[αρχ. επίθ. αργός. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν εργάζεται, οκνηρός, νωθρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργός -ή -ό [arγós] Ε1 : 1α.που κινείται ή που ενεργεί με βραδύτητα· αργοκίνητος. ANT γρήγορος: Tο τρένο ήταν αργό και φτάσαμε στα σύνορα με καθυστέρηση. Στις δουλειές του είναι πάντα ~. Aπομακρύνθηκε με αργές, νωχελικές κινήσεις. || (μτφ.): Είναι ~ στο μυαλό, αργόστροφος, βραδύνους. β. που είναι νωθρός, οκνηρός. ANT γρήγορος: Tα βόδια όργωναν με αργό βήμα το χώμα. 2. που αναπτύσσεται, που εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό. ANT γρήγορος, ταχύς: H ανάπτυξη της οικονομίας / της βιομηχανίας / του τουρισμού ακολούθησε αργούς ρυθμούς. H υπόθεση του έργου ξετυλίγεται με αργό ρυθμό. || για δράση, κίνηση σε αργό ρυθμό (κυρ. στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο): Πλάνο / σκηνή σε αργή κίνηση. 3. (για κληρικό) που εξαιτίας κάποιου παραπτώματος καταδικάστηκε σε αργία, που έχασε το δικαίωμα να ιερουργεί. 4. (για γη) που δεν καλλιεργήθηκε: Tο χωράφι έμεινε αργό πολλά χρόνια. 5. που δεν έχει υποστεί κατεργασία: Aργό πετρέλαιο. ~ λίθος.
αργούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αργά ΕΠIΡΡ 1. με βραδύ ρυθμό· σιγά. ANT γρήγορα, βιαστικά: Bαδίζω / μιλάω / αναπτύσσομαι ~. Έτρωγε ~ ~ μασώντας καλά το φαΐ. (έκφρ.) ~ αλλά σταθερά*. 2. σε προχωρημένο χρόνο. ANT νωρίς: Kοιμούνται ~ το βράδυ και ξυπνούν ~ το πρωί. ~ το βράδυ άρχισε το γλέντι. 3α. ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα που θεωρείται κανονικό ή κατάλληλο. ANT νωρίς: Είναι ~ για ν΄ αλλάξει ιδέες. (Είναι) πολύ ~ πια, χάθηκε η ευκαιρία. ΠAΡ Kάλλιο ~ παρά ποτέ. β. (στο συγκρ.) ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή στο προσεχές μέλλον: Ήρθαν αργότερα από ό,τι περιμέναμε. Θα τηλεφωνηθούμε αργότερα. Πέρνα αργότερα να τα πούμε. || (έκφρ.) ~ και πού, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: ~ και πού περνούσε κανένας περαστικός. ΦΡ ~ ή γρήγορα*. αργούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2, 3α. [1β, 4: αρχ. ἀργός· 1α: μσν. σημ.· 3: λόγ. μσν. σημ.· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. lent· 5: λόγ. σημδ. αγγλ. crude (με βάση την αρχ. σημ.: `ακατέργαστος΄)· αργ(ός) -ούτσικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άργος Oρεστικό [árγos orestikό] το, geogr
- name of town in WMaced
[fr kath Άργος Oρεστικόν ← K 0Aργος Oρεστικόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άργος Αμφιλοχικό [árγos amfiloçikό] το, (L) AG geogr
- name of capital of Amphilokhia (NAcarnania)
[fr kath Άργος Aμφιλοχικόν ← K, AG Ἄργος Ἀμφιλοχικόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άργος1 [árγos] το, gen Άργους, (L) geogr
- name of town in NEPelop:
- είναι στιγμές που ο Όμηρος δε βλέπει παρά το ~· ολόκληρος ο Eλληνισμός χάνεται από τα μάτια του (Panagiotop)
[fr K, AG 0Aργος]
- name of town in NEPelop:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργός1 [arγós] ο,
- ① inactive or idle person (near-syn τεμπέλης):
- εις μια τέτοια πολιτεία ο ~και ξοδευτής είναι εχθρός του ενεργού και δουλευτού (Demetrieis) |
- poem αιώνες δεν απόστασες ..|..| αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό; (KChatzop)
- ② region. (Aegean) male of the honeybee, drone (syn κηφήνας)
[substantiv. m of αργός2]
- ① inactive or idle person (near-syn τεμπέλης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άργος2 [árγos] ο, (L) AG myth.
- name of many-eyed monster, Argus:
- καθέν' από τα πλάσματά της η τέχνη το κάνει Άργο με χίλια μάτια, για να γίνεται ορατή η εσώτερη ψυχή (Papanoutsos, transl of Hegel)
[fr kath Άργος ← K, AG 0Aργος]
- name of many-eyed monster, Argus:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργός2, -ή, -ό [arγós]
- ① not working, inactive, idle (syn αδρανής 2, άεργος, ant ενεργός):
- αργή ζωή, μελέτη |
- αργό αέριο phys inert gas |
- αργά χρήματα money earning no interest |
- αποκρούω την ιδέα εκείνων, που χαρακτηρίζουν αργούς όλους όσοι δεν ανακατώνονται στην πρακτική ζωή (Palam) |
- μόνον ο καλλιτέχνης ορμά στην πράξη, ενώ ο φιλόσοφος θεωρείται ~; (Michelis) |
- δεν ήταν τρόπος να σταθώ πια ~ κι αμέτοχος εμπρός στη βαναυσότητα κλ (Theotokas) |
- με όποιον καιρό θα ψάρευε, δε θα 'μενε ~ στο λιμάνι (Zappas) |
- poem .. στα πελαγόδρομα, δοξαρωτά καράβια | κάθεται ~, τι του Aγαμέμνονα κρατάει θυμό του ρήγα (Homer Il 7.230 Kaz-Kakr)
- ⓐ eccl, milit relieved of one's duties, suspended:
- folkt όποιος δεν ηξέρει να ξηγήσει το βαγγέλιο, θα τον κάνει αργό και θα του ξυρίσει τα γένεια του (Loukatos) |
- συλλογίστηκε το διάκο που τον είχε κάμει αργό ο άγιος δέσποτας (Angeloglou)
- ② characterized by absence of rapidity, slow, slack, sluggish, dilatory (syn αργητός 1, αργοκίνητος, αργοπορημένος2 2, αργόπορος, βραδύς, σιγανός):
- ~διαβάτης, μάστορας, περίπατος, σκοπός, στίχος |
- αργή ανάσα, αφήγηση, μουσική, φωνή |
- αργή πορεία, στροφή, χειρονομία |
- αργό βάδισμα (syn συρτό βάδισμα) |
- με αργό βήμα slow-paced |
- αργό αμάξι, βαπόρι, κοπάδι, ποτάμι, τρένο |
- αργό καμπάνισμα, μοτίβο, χάδι, ψιχάλισμα |
- αργά κύματα, νερά |
- το αργό πέρασμα του χρόνου |
- είδε τον άγνωστο κι ~ πήγε κοντά του (Vlachogiannis) |
- όλο ταχτοποιούσε, αμίλητος κι ~ στις κινήσεις του (Charis) |
- καπνίζει με αργές, ισόχρονες ρουφηξιές (TAthanasiadis) |
- ο ήχος της καμπάνας δε θα κάμει κανένα βήμα του περιπάτου αργότερο ή γοργότερο (Papantoniou) |
- poem πεθαίνουν αθώοι | κι αργό μοιρολόι | αρχίζεις κλ (Solom)
- ⓑ taking up a long time, slow, protracted, gradual, lingering:
- ~θάνατος, ύπνος |
- αργή ανάπτυξη, εξέλιξη, μεταβολή, προετοιμασία |
- εξολοθρεύει με αργό αλλά σίγουρο χαλασμό τον ευγενικότερο λαό του κόσμου (Rotas) |
- η προσπέλαση της τοποθεσίας .. είναι δύσκολη, αργή, βήμα το βήμα (Terzakis) |
- η ακατανίκητη δίψα της ηδονής .. γίνεται αργή φθορά (Zotos)
- ⓒ phr τα ζώα μου αργά in predic function αυτός (αυτή, αυτοί, αυτές etc) είναι τα ζώα μου αργά he (she etc) is slow or lazy:
- | fig he (she etc) is slow-witted or dull
- ③ being in a crude state, unwrought, raw, unfinished (syn αδούλευτος A2, ακατέργαστος, 1, ανεπεξέργαστος):
- ~σίδηρος pig iron |
- ~ μόλυβδος work lead |
- ~ λίθος quarry stone, rubble |
- αργό πετρέλαιο crude oil (syn ακάθαρτο πέτρωμα) |
- στα ιωνικά ανάγλυφα έχουμε συνήθως αργό ιωνικό κυμάτιο (Bakalakis)
[fr postmed, MG αργός ← PatrG, K (also pap), AG ἀργός]
- ① not working, inactive, idle (syn αδρανής 2, άεργος, ant ενεργός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργοσάλεμα το [arγosálema] Ο49 : αργή, ελαφριά κίνηση, μετατόπιση.
[αργοσαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοσάλεμα [arγosálema] το,
- slow movement, gentle or slight stir:
- ~του κύκνου, του χεριού |
- ακούγονταν οι καλαμιές, που τραβούσανε σ' ατέλειωτο μάκρος το πνιγμένο τους ~ (Sachinis)
[der of αργοσαλεύω]
- slow movement, gentle or slight stir: