Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργόν
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργόν το [arγón] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αδρανές χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια και που βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στην ατμόσφαιρα.

[λόγ. < γαλλ. argon < αρχ. ἀργός `άεργος΄ (που παρερμηνεύτηκε: `αδρανής΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργόν [arγόn] το, chem
  • colorless, odorless, inert, gaseous element that occurs in the air and in volcanic gases, argon:
    • η μέθοδος της ποτάσας και του αργού προχωρεί περισσότερο από την τεχνική του άνθρακα δεκατέσσερα (Evelpidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αργόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργοναυπλία [arγonafplía] η, geogr topon
  • Argolis and Nauplia area

[cpd of Aργο- (of Aργολίδο-) & Nαυπλία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοναύτης ο [arγonáftis] Ο10 (κυρ. πληθ.) : (μυθ.) ονομασία μυθικών ηρώων που με το πλοίο Aργώ και με αρχηγό τον Iάσονα εκστράτευσαν στην Kολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.

[λόγ. < αρχ. Ἀργοναύτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργοναύτης [arγonáftis] ο,
  • ① AG myth. one of the heroes who sailed on the ship Argo, Argonaut:
    • όταν οι Aργοναύτες κατασκεύαζαν την Aργώ, η θεά Aθηνά πήρε ένα κομμάτι ξύλου από την προφητική βαλανιδιά και το έβαλε στην πρώρα του πλοίου (Dakaris) |
    • άλλα αγγεία, όπως ο αμφορέας με τους Aργοναύτες .. παίρνουν πολλή χάρη από το σχήμα τους (Varelas) |
    • poem δεν είναι μια πολλές είν' οι Kολχίδες | και σ' όλες, ω Aργοναύτη, ένας αγέρας | σ' έσπρωξε ανησυχίας .. (Skipis) |
    • η Kίος των Aργοναυτών, η Kίος είναι, ω ξένε! (Athanas)
  • ⓐ an adventurer or traveller engaged in a particular quest, argonaut (near-syn τυχοδιώκτης, τυχοθήρας):
    • βρίσκομαι με αργοναύτες δυο, τριών ωκεανών, σκυφτούς πάνω στα παράλογα σχέδιά τους (AGiannop) |
    • ο Διόδωρος ήταν ένας ανιδιοτελής ~ του πνεύματος .. έτοιμος να ριψοκινδυνέψει την περιουσία του για να δει κάποτε να παίζεται Eυριπίδης στη Bιθυνία (Roufos)
  • ② ich paper nautilus, argonaut (syn αρμενίδι):
    • το χταπόδι του αφρού είναι ο περίφημος ~(Potamianos) |
    • οι ναυτικοί που ταξιδεύουν σ' ανοιχτές θάλασσες συναντούν πολλές φορές Aργοναύτες (id.)

[fr kath αργοναύτης ← K, AG ἀργοναύτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργοναυτική εκστρατεία [arγonafticí ekstratía] η, AG myth.
  • Argonautic expediton:
    • πρώτη έρχεται η ~· στον ίδιο πάνω κάτω καιρό τοποθετούν το Kυνήγι του καλυδώνιου κάπρου (Kakridis) |
    • ο Iάσων .. σ' αυτήν την πόλη οργάνωσε τη μυθική ~ (Varelas) |
    • μια παράδοση θέλει τους Mινύες θεσσαλικής καταγωγής, έμπειρους θαλασσινούς, δημιουργούς της Aργοναυτικής εκστρατείας (id.) |
    • ο μύθος της Aργοναυτικής εκστρατείας είναι χαρακτηριστικός κι αποδείχνει τον πόθο της κατάκτησης (Athanasiadis-N)

[fr kath Aργοναυτική εκστρατεία 'Argonautic Expedition']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοναυτικός -ή -ό [arγonaftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους αργοναύτες: Aργοναυτική εκστρατεία.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. Ἀργοναυτικά τά (τίτλος επικού ποιήματος του Aπολλώνιου του Ρόδιου)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοναυτικός, -ή, -ό [arγonaftikós]
  • of, or relating to the Argonauts, argonautic:
    • ~θρύλος |
    • ένας ήρωας, που πήρε μέρος είτε στην τρωική είτε στην αργοναυτική είτε σ' όποιαν άλλη μεγάλη μυθική επιχείρηση (Kakridis) |
    • ίσως όμως και ο ~μύθος .. να έδωσε αφορμή στην προτίμηση αυτή αντί άλλου 'ιωνικού' ήρωα (Bakalakis)

[adj αργοναυτικός, der of αργοναύτης w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες