Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άργυρος ο [árjiros] Ο19 : 1.χημικό στοιχείο. 2. το πολύτιμο μέταλλο ασήμι.
[λόγ. < αρχ. ἄργυρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυρός, επίθ.
-
- 1)
- α) Kατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος:
- (Πανώρ. A´ 381)·
- σκουτάρι … αργυρόν (Διγ. A 3745)·
- β) αργυροποίκιλτος· που έχει ασημένια στολίδια:
- αργυρόν σελλίν (Διγ. Άνδρ. 34833).
- α) Kατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος:
- 2)
- α) Που έχει τη λευκότητα ή τη λάμψη του αργύρου:
- (Eρωτόκρ. B´ 91)·
- β) (προκ. για μέλη του σώματος) λευκός, ωραίος:
- τ’ αργυρό σου πρόσωπο (Πανώρ. B´ 388).
- α) Που έχει τη λευκότητα ή τη λάμψη του αργύρου:
- 3) (Πληθ. ουδ.) τα ασημικά:
- (Eρωτόκρ. A´ 1020).
[<αρχ. επίθ. αργυρούς. H λ. τον 8.-10. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άργυρος [áryiros] ο, (L)
- silver (syn ασήμι):
- ~σε ράβδους |
- ψήγματα αργύρου |
- η αγορά του αργύρου εμφανίζει άνοδο |
- τα δένδρα χρησιμοποιούνταν στα καμίνια για την τήξη του αργύρου (Vacalop) |
- φεγγίζει ο πλούσιος ~του τέμπλου από εκατοντάδες κίτρινων κεριών (Papatsonis)
[fr kath άργυρος ← K (also pap), AG ἄργυρος]
- silver (syn ασήμι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυρός -ή -ό [arjirós] Ε1 : 1.που είναι κατασκευασμένος από ασήμι· ασημένιος: Ο αθλητής που έρχεται δεύτερος παίρνει ένα αργυρό μετάλλιο. (έκφρ.) αργυροί γάμοι*. αργυρή επέτειος*. 2. (μτφ.) που μοιάζει με άργυρο, που έχει το χρώμα του: Aργυρό φεγγάρι.
[μσν. αργυρός < αρχ. ἀργυρ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρός, -ή, -ό [aryirós] (& poet άργυρος, -η, -ο)
- ① made of silver (syn αργυρένιος, αγυροκαμωμένος, ασημένιος):
- ~θρόνος, καθρέφτης, σταυρός |
- αργυροί στατήρες, τροχοί |
- αργυρή αλυσίδα, ζώνη, καντήλα, πόρτα |
- αργυρό θυμιατήρι, καρφί, κουδούνι, μαχαίρι, νόμισμα, ποτήρι |
- την παρομοιάζει με αργυρό μετάλλιο ανάμεσα σε χάλκινα (Katsigra) |
- σώζονται μερικά από τα αργυρά σκεύη (Skouzes) |
- σχετικά με την εικόνα, γνωρίζουμε ότι το αργυρό επικάλυμμά της δώρισε ο Kαραϊσκάκης (Vasileiou) |
- folks. σύρετε, σκλάβες, στρώσετε την αργυρή μου κλίνη (DPetrop) |
- poem κ' είναι η σιγή τάσι αργυρό, όπου πέφτουν οι στιγμές (Seferis) |
- της ευτυχίας τ' άργυρα κλειδιά | κρατάω στο χέρι (Zevgoli)
- ⓐ having the luster or appearance of silver, silver-colored (syn αργυρόλευκος, αργυρόχρωμος, ασημένιος, ασημίς):
- ~αχνός, ουρανός |
- αργυρή ακτίνα, αστραπή, λάμψη, νύχτα, σταγόνα |
- αργυρές αποχρώσεις, φωταύγειες |
- αργυρό αστέρι, σύννεφο, φεγγάρι, φύλλο, φως |
- του φεγγαριού η λαμπάδα έγλειφε με γλώσσες αργυρές το σκαφίδι μας (Karkavitsas) |
- μια πλαγιά κατάφυτη αργυρές ελιές κατεβαίνει προς τη θάλασσα (Ouranis) |
- απλώνεται το βλέμμα σου στον αργυρό κάμπο του Eυρώτα (MChatzidakis)
- ② sounding like silver, soft and clear, silver-toned, silvery (syn ασημένιος):
- ~ήχος |
- σαν να τ' ακούω τ' αργυρό της αθώο γέλιο (Papatsonis) |
- poem .. άκου | πώς γουργουρίζει το νεράκι κι αργυρή | πώς τραγουδάει η πηγή κλ (Tsiakos) |
- κ' ήλιου δικαιοσύνης δόξα θεία και λάμψη | με λευτεριάς αργυρό σάλπισμα ας ηχήσει (GDouras)
- ③ valuable as silver, worth silver (syn ασημένιος):
- prov αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα speech is silver and silence is gold |
- folks. γαμπρέ χρυσέ, γαμπρ' αργυρέ, γαμπρέ καμπανοφρύδη κλ (DPetrop)
- ④ commemorating the 25th anniversary of, silver:
- αργυροί γάμοι silver wedding anniversary |
- αργυρή επέτειος |
- αργυρό ιωβηλαίο silver jubilee
- ⑤ characterizing a mythological period of prosperity, silver:
- folks στα πρώτα τα ζαμάνια και στ' αργυρά τα χρόνια ήταν ένας βασιλιάς και βγήκε στο κυνήγι (Loukatos) |
- τη χρυσή εποχή τη διαδέχτηκε η βασιλεία του Δία, η αργυρή εποχή (Evelpidis) [fr postmed, MG αργυρός ← K (also pap), AG àργυροÜς] Cf αργυρούς.
- ① made of silver (syn αργυρένιος, αγυροκαμωμένος, ασημένιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόσταχτος, -η, -ο [aryiróstaxtos]
- silver-gray, silver-colored (syn αργυρόφαιος L, ασημόσταχτος):
- του 'ριξε στις πλάτες ένα μανδύα αργυρόσταχτο (ChSakellariou)
[cpd w. σταχτίς]
- silver-gray, silver-colored (syn αργυρόφαιος L, ασημόσταχτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυροστόλιστος, -η, -ο [aryirostόlistos]
- covered w. silver ornaments (syn ασημοποίκιλτος L, ασημοπλουμιστός):
- η λαμπάδα είχε αρχίσει να κονταίνει αναμμένη μπροστά στην αργυροστόλιστη εικόνα (Drosinis) |
- poem κ' είναι η αυγή μέσ' σε κρουνούς | πάχνης, αργυροστόλιστη νύφη, που πάει καβάλα (Retsinas)
[neol (Koumanoudis), cpd w. στολιστός (: στολίζω)]
- covered w. silver ornaments (syn ασημοποίκιλτος L, ασημοπλουμιστός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αργυρόστολος, επίθ.
-
- Που έχει ασημένια στολίδια:
- ζωνάριν αργυρόστολον (Φλώρ. 1269).
[<επίθ. αργυρός + ουσ. στόλος]
- Που έχει ασημένια στολίδια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόστρωτος, -η, -ο [aryiróstrotos]
- ① covered w. silver:
- αργυρόστρωτο πάτωμα
- ② covered w. silver color or luster:
- αγαπώ τις αργυρόστρωτες λίμνες, που καθρεφτίζονται απάνω τους τα σύγνεφα (Palam)
[neol (Koumanoudis), cpd w. στρωτός]
- ① covered w. silver: