Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυρόλευκος -η -ο [arjirólefkos] Ε5 : που έχει φωτεινό λευκό χρώμα.
[λόγ. αργυρο- + λευκ(ός) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρόλευκος, -η, -ο [aryirόlefkos] (L)
- silver-white, silver-colored (syn αργυρός 1b, ασημίς, ασημόλευκος):
- αργυρόλευκη κάπα, ψάθα |
- η αργυρόλευκη κοιλιά του ψαριού |
- ένα μεγάλο σύννεφο αργυρόλευκο κατέβαινε απ' τα μεσούρανα (Drosinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αργυρόλευκος, cpd w. λευκός; cf ασημόλευκος]
- silver-white, silver-colored (syn αργυρός 1b, ασημίς, ασημόλευκος):