Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυροχοΐα η [arjiroxoía] Ο25α : η τέχνη της κατεργασίας του ασημιού.
[λόγ. αργυροχό(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυροχοΐα [aryiroxoía] η, (L)
- silverwork (syn αργυροχοϊκή):
- εργαστήριο αργυροχοΐας |
- έργα αργυροχοΐας |
- εκτίθενται είδη αργυροχοΐας |
- ασχολείται με την ~
[fr kath (neol) αργυροχοΐα, der of αργυροχόος]
- silverwork (syn αργυροχοϊκή):