Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυρολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αργυρολογία [aryiroloyía] η, (L)
  • act or policy of levying or collecting (small amounts of) money fr the population for one's own use, (petty) extortion:
    • η ~και η φιλοχρηματία των αξιωματούχων και των υπαλλήλων είναι παροιμιώδης (Vacalop, adapted)

[fr kath αργυρολογία ← K (also pap), AG ἀργυρολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες