Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυρολογία [aryiroloyía] η, (L)
- act or policy of levying or collecting (small amounts of) money fr the population for one's own use, (petty) extortion:
- η ~και η φιλοχρηματία των αξιωματούχων και των υπαλλήλων είναι παροιμιώδης (Vacalop, adapted)
[fr kath αργυρολογία ← K (also pap), AG ἀργυρολογία]
- act or policy of levying or collecting (small amounts of) money fr the population for one's own use, (petty) extortion: