Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργυραμοιβός ο [arjiramivós] Ο17 : αυτός που πουλάει και αγοράζει με κέρδος ξένα νομίσματα· σαράφης.
[λόγ. < ελνστ. ἀργυραμοιβός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργυραμοιβός [aryiramivós] ο, (L)
- money-changer (syn σαράφης):
- με ρωτούσαν αν ήταν πατέρας μου ο Σπάθης ο ~(Xenop) |
- poem άφησα τη στοργή στους αργυραμοιβούς (Serefis)
[fr kath αργυραμοιβός ← K, AG ἀργυραμοιβός]
- money-changer (syn σαράφης):