Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοπορία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοπορία η [arγoporía] Ο25 : η χρονική καθυστέρηση στην εκτέλεση κινήσεων ή ενεργειών: Εξαιτίας της πυκνής κυκλοφορίας φτάσαμε με ~ στο αεροδρόμιο.

[λόγ. < μσν. αργοπορία < αργοπορ(ώ) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
αργοπορία η.
  • Kαθυστέρηση:
    • (Xριστ. διδασκ. 141).

[<αργοπορώ + κατάλ. ία. H λ. το 12. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοπορία [arγoporía] η, (L)
  • ① = αργοπόρηση:
    • ~του δασκάλου |
    • ~ του λεωφορείου |
    • χωρίς ~ without delay (syn phr χωρίς άργητα) |
    • έφτασε με ~ |
    • είχα σημαντικότερα να πραγματοποιήσω και η ζωή δε θα μου έφτανε με τέτοιες αργοπορίες (Palam) |
    • περισσότερο κι από την ύποπτη ~ του αγαπητικού της, συλλογιόταν την κατάντια της Pόζας (Xenop) |
    • νοιώθουν ότι κάνουν έργο σοβαρό, που δεν παίρνει αναβολή και ~ (Petsalis) |
    • υπάρχει ~ των ιδεών σχετικά με τα γεγονότα (Evelpidis) |
    • poem κάθε στιγμή αργοπορίας είναι θάνατος (Patrikios)
  • ② state of being behind the times, backwardness (syn καθυστέρηση, οπισθοδρομικότητα):
    • χαρακτηριστικό της Aσίας είναι η τάση των κρατών να ξεπεράσουν την ~της οικονομίας τους (Evelpidis, adapted) |
    • έτσι επανορθώνεται η ~ των διανοουμένων στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού (Tsatsos)

[fr MG (12th c.) αργοπορία (Manassis), der of αργόπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες