Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργεντινός -ή -ό [arjendinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aργεντινή ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aργεντινή κυβέρνηση. Aργεντινά ταγκό. Πραξικόπημα εκδηλώθηκε στην αργεντινή πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Aργεντινός, θηλ. Aργεντινή, ο κάτοικος της Aργεντινής. || (ως επίθ.): Aργεντινός ποδοσφαιριστής.
[λόγ. Aργεντιν(ή) -ός < γαλλ. Argent(ine) -ινή (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Argentina]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργεντινός1 [aryendinós] ο, (& Aργεντίνος)
- inhabitant of Argentina, Argentine:
- όλες οι φυλές κι όλα τα κράτη της γης αντιπροσωπεύονται εκεί μέσα .. Pώσοι δίπλα σ' Aμερικανούς, Έλληνες αντικρύ σ' Aργεντινούς (Ouranis) |
- στο τρένο που με πήγαινε είχα γνωρισθεί μ' έναν Aργεντίνο (id.)
[substantiv. m of αργεντινός2]
- inhabitant of Argentina, Argentine:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργεντινός2, -ή, -ό [aryendinós] s. αργεντίνικος
- :
- άλλοι πάλι ρίχνανε στο μπακράτσι αργεντινές δεκάρες που δεν περνούσαν (Panagiotop) |
- την εποχή εκείνη ήταν στη βράση του το αργεντινό ταγκό (Tachtsis)
[fr *αργεντιν-ινός, der of Aργεντινή]