Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργαστήρι το [arγastíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το εργαστήρι.
[μσν. αργαστή ρι(ον) < αρχ. ἐργαστήριον με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργαστήρι [arγastíri] το,
- ① workshop (syn L εργαστήριο):
- το σπίτι του κυρ-Aναστάση δεν ήταν μόνο σπίτι, κατοικία, ήταν και μαγαζί και ~(Xenop) |
- μπήκε στη χωματοποιημένη μονάχη κάμαρα, που σε μια γωνιά της ήτανε στημένο τ' ~ του γερομαραγκού (Petimezas-L) |
- δε θα μπορούσε ν' αποκριθεί το πώς άφησε το σπίτι του, το μαγαζί του, το γραφείο του, τ' ~ του .. για να 'ρθει εδώ πάνω (ADoxas) |
- ακούγεται και το σφυρί του σιδερά, που άνοιξε το ~ του και πήρε να μερεμετίζει τα σύνεργα του ζευγά (Prevelakis) |
- poem στην εκκλησιά, στον κλίβανο, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες! (Palam) |
- η σάπια σάρκα ας κατεβεί στη γης, στο μέγα το ~, | σε νέα βαθιά καλούπια να χυθεί, .. (Kazantz Od 15.1012) |
- ποιος θα προσφέρει περισσότερα νομίσματα | κομμένα στ' ~ της αγάπης (GTsoutis)
- ② building or room stocked w. merchandise for sale, shop, store (syn πρατήριο L, εμπορικό, μαγαζί):
- οι παλαιοί ανοίγανε πρωί πρωί τ' αργαστήρια |
- prov τ' ~θέλει κουτσό νοικοκύρη the store needs s.o. who does not move about but stays there all the time (IVenizelos)
- ⓐ usu pl αργαστήρια τα, place of sale and purchase, market (syn αγορά 2)
- ③ weaving loom (syn in αργαλειός 1):
- phr βάνω ~ (syn phr ετοιμάζω, ρίχνω αργαλειό) |
- δεν ξέρει ~| gnom όποια θέλει να γεράσει | ~ν' αγοράσει
[fr postmed, MG αργαστήρι ← αργαστήριον (Chios) ← PatrG, K (also pap), AG ἐργαστήριον]
- ① workshop (syn L εργαστήριο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αργαστήρι(ν) το,
- βλ. εργαστήριο(ν).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργαστηριάρης [arγastirjáris] ο, pl αργαστηριάρηδες & αργαστηριαραίοι
- ① craftsman, handicraftsman, artisan (syn βιοτέχνης, τεχνίτης):
- οι αργαστηριάρηδες προβέλναν στο κατώφλι τους, κι άλλοι αγόραζαν, άλλοι γύριζαν αμίλητοι στον μπάγκο τους (Prevelakis) |
- τα δίστρατα κ' η πλατεία του ήταν μπουκωμένα από τους πραματευτάδες και τους αργαστηριάρηδες (id.) |
- poem τσοπάνηδες, πραματευτές, ο ~, τρέχουν, | κονίσματα, ξαφτέρουγα, κρατάνε και λαμπάδες (Palam)
- ② shopkeeper (syn έμπορος, παντοπώλης):
- ο ~ είναι σφαλιστός |
- prov ο ~ πρέπει να 'χει κοιλιά μεγάλη και τρύπια αφτιά the shopkeeper must be very patient w. the clients (IVenizelos) |
- αραδαριά στο παζάρι οι αργαστηριαραίοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια χωρίς δουλειά (Krystallis) |
- folks. βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη, | βρίσκει τη μάνα κ' έπαιζε με τον αργαστηριάρη (Pelop)
[fr postmed (Somavera) αργαστηριάρης ← εργαστηριάρης (Chios), der of εργαστήριν]
- ① craftsman, handicraftsman, artisan (syn βιοτέχνης, τεχνίτης):