Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργίλιο το [arjílio] Ο40 : το αλουμίνιο.
[λόγ. αντδ. < αγγλ. argil -ιον < λατ. argilla < αρχ. ἄργιλ(λ)ος ἡ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργίλιο [aryílio] το, (sp. also αργίλλιο) (L)
- aluminum, (Br) aluminium (syn αλουμίνιο):
- phr θειικό ~aluminum sulphate |
- πυριτικό ~ aluminum silicate |
- σφυρήλατο ~ forged aluminum |
- χλωριούχο ~ aluminum chloride |
- κονίαμα αργιλίου aluminum cement |
- κράμα αργιλίου aluminum alloy
[fr kath (neol Koumanoudis) αργίλ(λ)ιον]
- aluminum, (Br) aluminium (syn αλουμίνιο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλιούχος, -α, -ο [aryiliúxos]
- aluminic, aluminous (syn αργιλικός 2):
- phr ~ ορείχαλκος aluminum bronze-brass (syn phr αλουμινούχος ορείχαλκος)
[der of αργίλ(λ)ιον w. suff -ούχος]
- aluminic, aluminous (syn αργιλικός 2):