Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργία η [arjía] Ο25 : 1.χρόνος κατά τον οποίο διακόπτεται η εργασία συνήθ. εξαιτίας γιορτής ή σημαντικού γεγονότος: Kυριακή ~. Tα Xριστούγεννα και το Πάσχα είναι αργίες. Σχολική ~. H Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας για τους εργαζόμενους. 2. το να μην έχει κάποιος εργασία, απασχόληση: Εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες είναι καταδικασμένοι σε αναγκαστική ~. || οκνηρία, τεμπελιά. (γνωμ.) ~ μήτηρ πάσης κακίας, από την απραξία, την τεμπελιά προέρχονται πολλά κακά. 3. πειθαρχική ποινή παύσης, που επιβάλλεται για κάποιο παράπτωμα σε δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούς και κληρικούς: Ο ταμίας τέθηκε σε προσωρινή ~ για κακή διαχείριση. Ο επίσκοπος έβαλε τον παπά σε ~.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀργία, αρχ. σημ.: `έλλειψη εργασίας, τεμπελιά, ανάπαυση΄· 3: ελνστ. σημ. (για κληρικούς) & σημδ. γαλλ. non-activité]
[Λεξικό Κριαρά]
- αργία η· άργια.
-
- 1) Aεργία, οκνηρία, τεμπελιά:
- να φεύγεις την αργίαν και ακαμασίαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 120).
- 2) Aργοπορία, καθυστέρηση:
- O δε Tζινεΐτ επί τῃ τοσαύτῃ αργίᾳ εδυσχέραινε (Δούκ. 24112)·
- φρ. ποιώ αργίαν = καθυστερώ, αργοπορώ:
- (Xρον. Mορ. P 2543).
[αρχ. ουσ. αργία. O τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aεργία, οκνηρία, τεμπελιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- αργιά, επίρρ.,
- βλ. αργά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργία [aryía] η,
- ① inactivity, idleness, laziness (syn in αδράνεια 2):
- prov η ~μήτηρ πάσης κακίας (L) idleness is the source of all evil |
- χωρίς ερμηνεία το έργο της τέχνης μπορεί να διασκεδάζει τις ώρες της αργίας και της ανίας μας .. όμως στοιχείο μορφωτικό δεν μπορεί να γίνει ποτέ (Kakridis) |
- η δουλεία ήταν δωρική ιδέα, ήταν συνέπεια της αργίας των πολιτών και της ανάγκης, αφού αυτοί κάθονταν, κάποιοι άλλοι να εργάζονται (ChZalokostas) |
- στην απέραντη χώρα τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο και τίποτα δε μένει σε ~(Charis) |
- τα βιβλία φωτίζουν το λαό, εξανθρωπίζουν τους ισχυρούς, τέρπουν την ~ των πλουσίων (Vrettakos)
- ② day on which one is exempt fr one's usual labor or vocational activity, non-work day, holiday (syn σκόλη, σχόλη):
- Kυριακή ~the Sabbath |
- ~τραπεζών bank holiday |
- σήμερα είναι ~(or έχει ~) |
- αύριο θα δουλεύουμε γιατί δεν είναι ~ |
- η Eθνική Στατιστική Yπηρεσία .. σας ζητά να διαθέσετε λίγην ώρα από την κυριακάτικη ~ σας για να συμπληρώσετε το ερωτηματολόγιο |
- το Hudson Institute υπολόγισε πως το 2000 θα υπάρχουν εκατό σαράντα εφτά μέρες εργάσιμες και διακόσιες δέκα οχτώ μέρες αργίας (Evelpidis) |
- περνούν μέσο όρο πέντε χιλιάδες αυτοκίνητα τη μέρα, χώρια τις Kυριακές, εθνικές γιορτές, αργίες δημοσίων γραφείων (SPapadimitriou)
- ③ eccl suspension of clergyman fr exercising his ecclesiastical duties (syn άργητα 2, παύση [ιερωμένου]):
- ο παπάς είναι (or έχει) ~ |
- τον έχει βάλει ο δεσπότης τον παπά σε ~
[fr postmed, MG αργία ← PatrG ἀργία, K (also pap), AG]
- ① inactivity, idleness, laziness (syn in αδράνεια 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιάνι [aryáni] το, build.
- thin cement mortar fluid enough to be poured and used for filling in spaces, cement grout
[fr Turk ayrar 'whey']