Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργάτης ο [arγátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) είδος βαρούλκου· εργάτης3.
[μσν. αργάτης < ελνστ. ἐργάτης (αρχ. σημ.: δες εργάτης) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αργάτης ο,
- βλ. εργάτης.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργάτης [arγátis] ο, (D)
- ① laborer, toiler, worker (syn εργάτης):
- έχω, βάζω, παίρνω αργάτες |
- πήραν αργάτες και πήγαν κ' έσκαψαν (Makryg) |
- σήμερα ο θεός είναι ~, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα (Kazantz) |
- μας τον φέρανε μια νύχτα χειμωνιάτικη οι αργάτες γυρίζοντας με τα άλογα πέρα από τα οργώματα (Grigoris) |
- poem το κόψανε για μια στιγμή το θέρισμα κ' οι αργάτες (Palam) |
- γυρίζει ο γέρο ~ βράδυ βράδυ, | με το τσαπί στον ώμο .. (Malakasis) |
- .. έτοιμο πια, λιτό, | στην τάβλα επάνω, ευωδερό, τ' αργάτη αχνίζει δείπνο (Krinaios-M)
- ⓐ build. assistant to skilled worker, laborer
- ② naut capstan, windlass (syn άργανο, βαρούλκο, εργάτης, μποτζαργάτης):
- το κεφάλι του αργάτη capstan head |
- τα σίδερα, τα κατάρτια, ο ~, το δοιάκι βουτημένα στον ίδρωτα μούσκεψαν τα πανιά (Karkavitsas) |
- ακούγαμε το μαγικό ήχο του αργάτη να σηκώνει την άγκυρα (Mangakis) |
- ύστερα διάταξε να δουλευτεί η τρόμπα και στα δυο καΐκια και στην ψαροπούλα και ο ~ (Bastias) |
- poem σφυρίζουν τα καράβια .., | σφυρίζουν, ολοένα σφυρίζουν, μα δεν κουνιέται κανένας ~(Seferis) |
- ισάραμε τα πανιά, | γυρίζαμε τον αργάτη, | ρωτούσαμε το σκαντάγιο, | και τραγουδούσαμε (Detzortzis)
- ③ pivot of oil-press:
- όλη την ημέρα σαν τον αργάτη γυρίζει ο δόλιος
[fr postmed, MG (Machairas) ← K (pap]
- ① laborer, toiler, worker (syn εργάτης):