Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργάζω [arγázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κατεργάζομαι δέρματα, συνήθ. στις ΦΡ του άργασαν το τομάρι / το κορμί / το πετσί, τον έδειραν πάρα πολύ. 2. σκληραίνω, ροζιάζω: Tα χέρια του ήταν αργασμένα από τη δουλειά.
[αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αργάζω,
- βλ. εργάζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργάζω [arγázo] ipf άργαζα, aor άργασα (subj αργάσω), pf & plupf έχω-είχα αργάσει, pass αργάζομαι, aor αργάστηκα
- ① process into leather, tan, curry, paddle (syn L κατεργάζομαι):
- θα σου φέρω τα τομάρια να τ' αργάσεις |
- το πετσί αυτό δεν αργάζεται καλά |
- prov αν δεν τ' αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις |
- οι ταμπάκηδες αργάζουν δέρματα με το βελανίδι (DLoukop)
- ② thrash, beat (syn δέρνω, ξυλοκοπώ):
- του ~το πετσί ή το τομάρι |
- τον ~, τον άργασα στο ξύλο beat up (syn phr τον πέθανα στο ξύλο, τον σπάω στο ξύλο) |
- τούτη τη φορά το καμουτσί του χριστιανού επιστάτη άργαζε τις λιοψημένες πλάτες (Kontoglou) |
- poem δε θυμάσαι που σταφύλια μου 'χες κλέψει μια φορά | και στο λιόδεντρο στημένον σ' άργασα όμορφα όμορφα (Stavrou Ar)
- ⓐ fig treat harshly, assail:
- έχει αργάσει ο πόνος και τη δική της τη ζωή σαν τη δική μου (Proussis) |
- poem κ' ήρθε, το μίσος, με τ' αρπάγια τα γαμψά | κι άργασε -έκανε χέρσα- την πικρή καρδιά της (Velmyras)
- ③ region. & agric plow (syn οργώνω) οr till (syn καλλιεργώ):
- ~ το χωράφι
- ④ dry out, harden, toughen (near-syn σκληραίνω):
- στείρεψαν ολότελα τα νερά κι αργάστηκαν όλα τα χωράφια (Dimitrakos) |
- poem πάω να μ' αργάσει ο πόλεμος και να με ψήσει η φλόγα (Palam) |
- της λίμνης τ' αργυρά νερά, τα μαϊστράλια, ο ήλιος | δυνάμωσαν κ' εψήσανε κι αργάσαν το κορμί του (id.)
- ⑤ fig plan, contrive, plot (syn μηχανεύομαι, σχεδιάζω):
- prov αλλ' αργάζει ο νους κι άλλα φέρνει η πράξη (Dimitrakos)
[fr postmed αργάζω ← AG ὀργάζω (Soph. πηλeν ὀργάζει χεροῖν; cf Hesych. ὀργάσαι τeν πηλόν)]
- ① process into leather, tan, curry, paddle (syn L κατεργάζομαι):