Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρβανίτικος -η / -ια -ο [arvanítikos] Ε5, Ε6 : 1.(μειωτ.) που έχει τα χαρακτηριστικά του αρβανίτη2· πεισματάρης, ξεροκέφαλος: Έχει αρβανίτικο πείσμα. (έκφρ.) αρβανίτικο κεφάλι*. 2. (παρωχ.) αλβανικός. || (ως ουσ.) τα αρβανίτικα, αλβανικής προέλευσης διάλεκτος.
αρβανίτικα ΕΠIΡΡ: Mιλούν ~ για να μην τους καταλαβαίνουν. [μσν. *αρβανίτικος (πρβ. μσν. αλβανίτικος με επίδρ. του Aλβανός) < αρβανίτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρβανίτικος, -η, -ο [arvanítikos]
- ① pertaining to Albanians, Albanian (syn αλβανικός, αρναούτικος):
- ~χορός |
- αρβανίτικη συνήθεια |
- αρβανίτικο χωριό |
- αρβανίτικα φασόλια |
- αρβανίτικο αίμα descendants of Albanians |
- ο γέροντας φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια (KChatzop) |
- τα οικογενειακά τους ονόματα είναι άλλα ελληνικά, κι άλλα αρβανίτικα (Vlachogiannis) |
- η κυβέρνηση υποχρέωνε τα παιδιά να φοιτούν στ' αρβανίτικα σχολεία (Chatzinis) |
- ο υποναύκληρος με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαριά και συρμένη γύρισε και είπε .. (Karkavitsas)
- ② fig very strong:
- αρβανίτικο γινάτι, μπουρούνι |
- αρβανίτικη φωτιά
- ⓐ very stubborn, persistent or obstinate:
- phr αρβανίτικο κεφάλι headstrong person (syn phr αγύριστο κεφάλι) |
- με υπομονή ακλόνητη και επιμονή αρβανίτικη, κάθεται και μετράει (Karkavitsas)
[fr postmed αρβανίτικος, der of Aρβανίτης w. suff -ικος]
- ① pertaining to Albanians, Albanian (syn αλβανικός, αρναούτικος):