Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνοειδή [araxnoi∂í] τα, (L) zoo
- large class of arthropods including spiders, scorpions and mites, Arachnida
[substantiv. n pl of αραχνοειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχνοειδής -ής -ές [araxnoiδís] Ε10 : α.που είναι όμοιος με αράχνη ή με ιστό αράχνης. β. (ως ουσ.) τα αραχνοειδή, ομοταξία αρθρόποδων εντόμων χωρίς φτερά (που περιλαμβάνει και τα γνωστά είδη αράχνης).
[λόγ.: α: αρχ. ἀραχνοειδής· β: σημδ. γαλλ. arachnides < αρχ. ἀράχνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνοειδής, -ής, -ές [araxnoi∂ís] (L)
- ① having the lightness of fineness of texture of a spider's web, arachnean, gossamer (near-syn αραχνοκαμωμένος):
- αραχνοειδές νήμα, ύφασμα |
- όλες οι γυναίκες της Mαδρίτης .. έχουν ντυθεί για την περίσταση αυτή τα άσπρα ή μαύρα μεταξωτά τους, με τις αραχνοειδείς μαντήλιες στο κεφάλι (Ouranis)
- ② resembling a spider's web:
- ~μήνιγξ physiol thin membrane of the brain and spinal cord, arachnoid |
- med ~σπίλος naevus araneus |
- λεπτά, αραχνοειδή αναρριχητικά φυτά .. περιτυλίγουν διακοσμητικά τις χορωδιακές εξέδρες (Karantonis)
[fr kath (neol) αραχνοειδής ← K, AG (Hippocr +)]
- ① having the lightness of fineness of texture of a spider's web, arachnean, gossamer (near-syn αραχνοκαμωμένος):