Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραποσίτι το [araposíti] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο αραβόσιτος.
[υποκορ. του αραβόσιτ(ος) -ι με επίδρ. της λ. Aράπης (σύγκρ. αραβικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραποσίτι [araposíti] το, agric
- corn (Br maize), Zea mays (syn in αραβόσιτος):
- θερίζει, σπέρνει |
- οι τόποι της είναι εύφοροι εις σιτάρια, κριθάρια, αραποσίτια κλ (Demetrieis) |
- το βραστό σιτάρι και τ' ~τ' αποχόρτασε η φρουρά (Vlachogiannis) |
- τρώγαν μισή χούφτα ~ το μερόνυχτο (Prevelakis) |
- poem .. αραποσίτια αργά ξεκούκιζε, μα ο νους της ήταν αλάργα (Kazantz Od 16.591)
[der of L αραβόσιτος w. -π- instead of -β- by anal. to αράπης]
- corn (Br maize), Zea mays (syn in αραβόσιτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραποσιτιά [arapositjá] η, region. (Pelop, Epir) agric
- corn-plant or corn-stalk (syn καλαμποκιά):
- η γελάδα άρχισε να τρώει κάθε φασουλιά που 'τανε με κάθε ~πλεμένη (Vlachogiannis)
[der of αραποσίτι w. suff -ιά]
- corn-plant or corn-stalk (syn καλαμποκιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραποσίτικος, -η, -ο [araposítikos]
- made of corn (syn in αραποσιτένιος):
- τραβούσε ίσια για το κοπάδι μ' ένα κομμάτι αραποσίτικο ψωμί στο χέρι (Christovasilis)
[der of αραποσίτι w. suff -ικος]
- made of corn (syn in αραποσιτένιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραποσίτινος, -η, -ο [araposítinos] s. αραποσίτικος
[der of αραποσίτι w. suff -ινος]