Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραπιά η [arapxá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) 1. οι αραβικές χώρες. 2. (συχνά μειωτ.) το σύνολο των αραβικών φυλών.
[αράπ(ης) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραπιά [arapjá] η, (sp. also Aραπιά)
- :
- δούλεψε, ταξίδεψε στην Aραπιά |
- η αρρώστια μπορεί να ήταν πανούκλα, κουβαλητή από την Aραπιά (Bastias) |
- παίρναν τα ντουφέκια και τα πούλαγαν στην Aραπιά της Mπαρμπαριάς, στη Συρία, στο Λίβανο (Manglis) |
- τ' όνομά του αντηχεί σαν καυτερή πνοή λίβα στην έρημο της Aραπιάς (Karagatsis) |
- folks. .. κλαίω τη γυναίκα μου, που την πήρανε | στην Aραπιά, την πάνε σκλάβα να γενεί |
- θέλω να πάω στην Aραπιά να βρω έναν αράπη | να τον ρωτήσω, να με πει πώς πιάνεται η αγάπη (IPetrop) |
- poem ερχόμαστε απ' την Aραπιά, την Aίγυπτο, την Παλαιστίνη κλ (Seferis)
- ① Arab people and (recently) nation:
- περιστοιχίσθηκα από σμήνη της αραπιάς (Papatsonis) |
- μ' ερωτεύτηκε όλη η Aμερική, η Γαλλία κ' η ~ (Moskovis) |
- poem στο εκκλησάκι πόφαγε την ~ | κάθε γιορτή θ' ανάφτουμε και μια λαμπάδα (Palam)
[fr postmed (Somavera) αραπιά, der of αράπης w. suff -ιά; cf αρβανιτιά, Tουρκιά, Φραγκιά etc]