Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραπίνα [arapína] η,
- ① Arab woman:
- οι Aιγύπτιοι δεν είναι διόλου μαύροι, κάποτε μάλιστα συναντάς αραπίνες κατάξανθες (Chatzinis)
- ② black woman, negress (syn αράπισσα, νέγρα):
- ήταν και μια ~δράκισσα, που πάνιζε το φούρνο με τα βυζιά της (Myriv) |
- παρίσταναν τη γονιμότητα σα γυναίκα στεατοπυγική, όπως οι αραπίνες (Evelpidis) |
- άσπρες γυναίκες βρίσκεις όσες θέλεις· εγώ λέω να μην πάτε στους μαχαλάδες με τις αραπίνες (Venezis)
- ⓐ fig dark-skinned or tanned woman:
- στην Aθήνα όλες σχεδόν είναι μελαχροινές, μαυροτσούκαλα, αραπίνες (Xenop)
[der of αράπης, w. suff -ίνα]
- ① Arab woman: