Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραξοβόλι το [araksovóli] Ο44 : (λογοτ.) 1. μέρος κοντά στην ακτή, προφυλαγμένο από ανέμους, όπου αγκυροβολούν τα πλοία· αγκυροβόλιο. 2. (μτφ.) καταφύγιο: Στην αγκαλιά της βρήκε ~.
[μσν. *αραξοβόλι(ον) < αραξ- (αράζω) -ο- + -βόλι(ον) κατά το ελνστ. ἀγκυροβόλιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραξοβόλι [araksovόli] το,
- ① naut roadstead, anchorage, moorage (syn αγκυροβολείο L, αγκυροβόλιο L, άραγμα 2, όρμος):
- το σημερινό ~του Mεσολογγιού δεν είναι φυσικό λιμάνι (Pallis) |
- θα 'πιανε αποβραδύς κουβέντα με τους άλλους καραβοκυραίους στ' ~ (Zappas) |
- σαν άγγιξε το πλεούμενο στ' ~, ο N. πήδηξε στη στεριά (Petsalis) |
- τώρα δεν υπάρχει ~· η άγκυρα ούτε στα τετρακόσια μέτρα δε βρίσκει βυθό (ChZalokostas) |
- poem και τα κουπιά στα χέρια παίρνοντας στο ~εφτάσαν (Homer Od 15.497 Kaz-Kakr)
- ② fig haven, shelter, refuge (syn καταφύγιο):
- όλ' αυτά ίσως να τα χαιρόμουν σαν γλυκά αραξοβόλια γαλήνιας ζωής (Ouranis) |
- poem κι άλλοι στο δροσερό της γυναικός ~αράξαν (Kazantz Od 12.1149) |
- δεν είναι πια το σπίτι μας το απάνεμο | το ~ (Zevgoli)
[der of άραξα (: αράζω) w. suff -βόλι by anal. το αγκυροβόλι (cf K ἀγκυροβόλιον)]
- ① naut roadstead, anchorage, moorage (syn αγκυροβολείο L, αγκυροβόλιο L, άραγμα 2, όρμος):