Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραμπάς ο [arabás] Ο1 : φορτηγή άμαξα με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν βόδια ή άλογα και με επέκταση κάθε είδος κάρου. || (χλευ.) για χερσαίο μεταφορικό μέσο, υπερβολικά αργό.
[τουρκ. araba `κάρο, τροχοφόρο΄ -ς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραμπάς [arabás] ο,
- cart or carriage (for persons or goods) pulled by oxen or horses (syn κάρο):
- prov με τον αραμπά πιάνει ο Tούρκος το λαγό the Turk catches the hare while riding in a carriage, success comes w. patience and perseverance |
- φορτώσαμε το έχει μας σ' ένα μακρύ αραμπά, σκαρφαλώσαμε πάνου και μεις (Panagiotop) |
- εξακολουθούμε να ζούμε στην εποχή του αραμπά (Angelop) |
- οι ανθρώποι έχουνε τώρα τα καράβια γι' αραμπάδες της θάλασσας (Vlami) |
- θαρρούν ότι είναι τα γνώριμα τριξίματα των αραμπάδων, που κουβαλούνε τα μάρμαρα (Petsalis) |
- rembetiko song ~περνά, | η σατράπισσα | που αγάπησα | είναι μέσα (IPetrop)
[fr postmed (Somavera) αραμπάς ← Turk araba 'id']
- cart or carriage (for persons or goods) pulled by oxen or horses (syn κάρο):