Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραλίκι το [aralíki] Ο44 : (προφ., οικ.) κατάσταση ανάπαυσης, απραξίας· καθισιό, τεμπελιά: Kέρδισε το λαχείο και το ΄ριξε στο ~.
[τουρκ. aralιk `διακοπή, παύση΄ -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραλίκι [aralíci] το,
- ① opening, gap, crack (syn άνοιγμα 5, αραμάδα, ρωγμή L, σχισμή, χαραμάδα):
- ο βράχος έχει ένα ~ |
- κοιτάζει από τ' αραλίκια της πόρτας
- ② fig opportunity, occasion, chance (syn ευκαιρία):
- poem μα βρήκεν ~ ο Σούραυλος και ξεπετιέται πάλε (Kazantz Od 7.667)
- ③ inactivity, idleness, laziness (syn καθισιό, τεμπελιά, χουζούρι):
- καλόμαθε στο ~ |
- του αρέσει το ~ στο καφενείο
[fr Turk aralik]
- ① opening, gap, crack (syn άνοιγμα 5, αραμάδα, ρωγμή L, σχισμή, χαραμάδα):